-
1 τροφος
ὁ и ἥ тж. перен. кормилец, кормилица, воспитатель(ница) Hes., Her., Trag., Xen., Plat., Men. etc. -
2 τροφός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τροφός
-
3 τροφός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τροφός
-
4 τροφός
η кормилица -
5 τροφός
кормилица, воспитательница.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τροφός
-
6 τροφὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τροφὸς
-
7 τροφός
[трофос] ουσ θ кормилица. -
8 θηροτροφος
-
9 ιδιοτροφος
I.2(ῐδ) кормящий в одиночку, т.е. содержащий одно лишь животное(ὥσπερ βοηλάτης Plat.)
II.2питающийся особой пищей(τὰ μὲν - sc. τῶν ζῴων - παμφάγα, τὰ δὲ ἰδιότροφα Arst.)
-
10 αλεκτρυονοτροφος
-
11 αμμοτροφος
-
12 αποτροφος
21) воспитанный вне родительского дома Her., Arst.2) перен. обособившийся, уединившийся(ἀλλήλων Plut.)
-
13 ατροφος
21) плохо кормленный, тощий, худой Xen., Plut.2) изнуренный, чахлый Arst., Plut.3) нежирный, водянистый(τὸ μέ ἔχον τυρὸν γάλα Arst.)
-
14 γηροτροφος
21) Eur. = γηροβοσκός См. γηροβοσκος2) относящийся к обеспеченной старостиγ. ἐλπίς Pind. ap. Plat., Plut. — надежда на обеспеченную старость
-
15 δονακοτροφος
-
16 εγχελυοτροφος
-
17 εντροφος
I2воспитанный, взращенныйπαλαιᾷ ἔ. ἁμέρᾳ Soph. — старый, дряхлый;
μόχθῳ ἔντροφον θεῖναί τινα Soph. — ввергнуть кого-л. в бедуIIὅ1) питомец(τινος Eur., Arst.)
2) житель, обитатель(Θασίων αἰγιαλῶν Anth.)
-
18 ευτροφος
-
19 ζευγοτροφος
-
20 ιπποτροφος
21) питающий лошадей, изобилующий пастбищами для коней(Θρῄκη Hes.; Ἄργος, ἄστυ Pind.)
2) разводящий (преимущ. рысистых) лошадей, занимающийся коневодством Dem., Plut.
См. также в других словарях:
τροφός — feeder masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
τροφός — η / τροφός, ὁ και ἡ, ΝΜΑ, και τροφόν, τὸ, Α (κυρίως το θηλ.) αυτή που έχει αναλάβει τον θηλασμό ξένου βρέφους, παραμάννα αρχ. 1. (κυρίως το θηλ. και σπαν. το αρσ.) αυτός που τρέφει, που ανατρέφει κάποιον 2. (στους Αττικούς συγγραφείς) η μητέρα 3 … Dictionary of Greek
τροφός — η γυναίκα που θηλάζει ξένο βρέφος, παραμάνα, βυζάχτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροφοί — τροφός feeder masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφούς — τροφός feeder masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφέ — τροφός feeder masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφῷ — τροφός feeder masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφόν — τροφός feeder masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… … Dictionary of Greek
ζωοτρόφος — (I) ζωοτρόφος, ον (Α) (για το γάλα) ζωοποιός, θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος, κτηνο τρόφος]. (II) ο (Α ζῳοτρόφος, ον) αυτός που τρέφει ζώα, που παράγει και συντηρεί ζώα, κτηνοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek