Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἔντροφος

См. также в других словарях:

  • έντροφος — ἔντροφος, ον (Α) 1. αυτός που ζει και τρέφεται κάπου 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔντροφος θρέμμα («Σαλαμῑνος ἔντροφος» θρέμμα τής Σαλαμίνας [ο Αίας]) …   Dictionary of Greek

  • ἔντροφος — living in masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντροφον — ἔντροφος living in masc/fem acc sg ἔντροφος living in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντρόφους — ἔντροφος living in masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντρόφων — ἔντροφος living in masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντροφοι — ἔντροφος living in masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρώ — όω, Α [χήρα] 1. καθιστώ κάτι κενό ή έρημο («ἅλις Πριάμου γαῑ ἐχήρωσ Ἑλλάδα», Ευρ.) 2. (με γεν.) στερώ κάποιον από κάτι 3. (με αιτ.) εγκαταλείπω, αφήνω («ἄταρ νέος ἔντροφος ἡελίου χήρωσεν αὐγάς», Αριστοτ.) 4. καθιστώ μια γυναίκα χήρα 5. (αμτβ.) α) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»