-
1 τρεπτος
-
2 ατρεπτος
2неподвижный, неизменный(τὰ παρελθόντα πάντα Arst.; πρόσωπον Luc.; τοῦ σώματος ῥώμη Plut.)
ἄ. πρός τι Plut. — безразличный к чему-л.;χρῆσθαι ἀτρέπτῳ τῷ λογισμῷ πρὸς τὸ δεινόν Plut. — мужественно умирать -
3 ευτρεπτος
21) непостоянный, изменчивый, неустойчивый(τὰ ἐπὴ γῆς Arst.; ἀήρ Plut.)
2) наклонный, склонный(πρὸς μεταβολάς Plut.)
-
4 θεοτρεπτος
2повернутый богами -
5 παθητος
31) подверженный изменениям, изменчивый(π. καὴ τρεπτός Arst.)
2) подверженный страстям(θνητὸς καὴ π. Plut.)
3) (много) выстрадавший, много перенесший(π. ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος Men.) или обреченный на страдания NT.
-
6 πολυτρεπτος
-
7 τρεπτότητα
τρεπτότητα ηизменчивость, неустойчивость, склонность к небытию:Этим.< дргр. τρεπτός «изменяющийся, изменчивый» < τρέπω «поворачивать»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > τρεπτότητα
См. также в других словарях:
τρεπτός — liable to be turned masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεπτός — ή, όν, ΜΑ [τρέπω] ο δεκτικός μεταβολής, ο μεταβλητός («τρεπτὴν εἶναι τὴν οὐσίαν», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek
τρεπτά — τρεπτός liable to be turned neut nom/voc/acc pl τρεπτά̱ , τρεπτός liable to be turned fem nom/voc/acc dual τρεπτά̱ , τρεπτός liable to be turned fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεπτῶν — τρεπτός liable to be turned fem gen pl τρεπτός liable to be turned masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεπτόν — τρεπτός liable to be turned masc acc sg τρεπτός liable to be turned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεπταῖς — τρεπτός liable to be turned fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεπταί — τρεπτός liable to be turned fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεπτοῖς — τρεπτός liable to be turned masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεπτοί — τρεπτός liable to be turned masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεπτοῦ — τρεπτός liable to be turned masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεπτούς — τρεπτός liable to be turned masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)