-
1 παθητος
31) подверженный изменениям, изменчивый(π. καὴ τρεπτός Arst.)
2) подверженный страстям(θνητὸς καὴ π. Plut.)
3) (много) выстрадавший, много перенесший(π. ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος Men.) или обреченный на страдания NT.
-
2 παθητός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παθητός
-
3 παθητός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παθητός
-
4 παθητός
обреченный или предназначенный на страдания.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παθητός
-
5 φως
φως το1) свет, освещение, огонь;2) свет, сияние;3) зрение;4) евангельское учение, просвещающее разум человека:ει παθήτος ο Χριστός ει πρώτος εξ αναστάσεως νεκρών φως μέλλει καταγγέλλειν τω τε λαώ και τοις έθνεσιν (Πραξ. 26, 23) — Христос имел пострадать и, восстав первый из мертвых, возвестить свет народу (Иудейскому) и язычникам (Деян. 26, 23);
5) так называют Бога Отца, Бога Сына и, в целом, Святую Троицу:φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού (Σύμβολο τής Πίστεως) — Света от Света, Бога истинна от Бога истинна (Символ веры);
ως το φως έχετε, πιστεύετε εις το φως, ίνα υιοί φωτός γένησθε (Ιωάν. 12, 36) — Доколе свет с вами, веруйте в свет, да будете сынами света (Ин. 12, 36) ;
ΦΡ.άγιο φως το — благодатный огонь, который сходит у Гроба Господня в полдень Страстной СубботыΦως ιλαρόν το — Свете Тихий – церковный гимн, пение которого входит в чинопоследование вечерниЭтим.< дргр. φως / φάος «свет» < bhe-w < инд. bha «свет, сияние», сравните с санскр. bha-ti «свет», bhas-ati «сияет»* -
6 3805
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3805
См. также в других словарях:
παθητός — παθητός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έπαθε, που υπέστη κάτι που υπέφερε 2. αυτός που υπόκειται σε πάθος, («τὸ θνητὸν και παθητὸν ἀποβαλόντας», Πλούτ.) 3. (για τον Ιησού Χριστό) ο προορισμένος να υποφέρει 4. αυτός που υπόκειται σε εξωτερικές επιδράσεις … Dictionary of Greek
παθητός — one who has suffered masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθητά — παθητός one who has suffered neut nom/voc/acc pl παθητά̱ , παθητός one who has suffered fem nom/voc/acc dual παθητά̱ , παθητός one who has suffered fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθητῶν — παθητός one who has suffered fem gen pl παθητός one who has suffered masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθητόν — παθητός one who has suffered masc acc sg παθητός one who has suffered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθηταῖς — παθητός one who has suffered fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθηταί — παθητός one who has suffered fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθητοῖς — παθητός one who has suffered masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθητοί — παθητός one who has suffered masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθητοῦ — παθητός one who has suffered masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθητούς — παθητός one who has suffered masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)