-
1 πολύ-τεχνος
πολύ-τεχνος, von vielen Künsten, sich auf viele Künste verstehend, kunstreich, Sp.; – bei Plut. Pericl. 12 pass., sehr künstlich gearbeitet.
-
2 πάν-τεχνος
πάν-τεχνος, alle Künste verstehend, Sp.; aber πῦρ, Aesch. Prom. 7, zu allen Künsten gebraucht.
-
3 σύν-τεχνος
σύν-τεχνος, ὁ, ἡ, dieselbe Kunst mit ausübend, Kunstgenosse, Ar. Ran. 762; Plat. Polit. 274 c heißt Athene die σύντεχνος des Hephästus.
-
4 φιλό-τεχνος
φιλό-τεχνος, kunstliebend, Plat. Rep. V, 476 a; kunstreich, künstlich. – Adv. φιλοτέχνως, Plut.
-
5 χειρό-τεχνος
χειρό-τεχνος, ὁ, = χειροτέχνης.
-
6 κατα-τηξί-τεχνος
κατα-τηξί-τεχνος, em. für κακιζότεχνος bei Paus. 1, 26, 7.
-
7 κατά-τεχνος
κατά-τεχνος, kunstvoll; κίνημα κατατεχνότατον Philodem. 21 (V, 132), verkünstelt; Ar. Av. 920; λόγος Plut. de prof. virt. p. 252.
-
8 κακό-τεχνος
κακό-τεχνος, böse Künste anwendend, arglistig, boshaft; δόλος Il. 15, 14, vgl. κακοτεχνής; – von schlechter Kunst, σχήματα ὀρχηστρίδος Automed. 3 (V, 129), wie κακοτεχνότατον κίνημα Philodem. 21 (V, 132), von wollüstigen Tänzen; ᾠδαὶ κακ. καὶ κακόζηλοι Plut. Symp. 7, 5, 4; τέχναι S. Emp. adv. rhet. 36. – Adv. bei Sp.
-
9 κακιζό-τεχνος
κακιζό-τεχνος, ein Kunstwerk tadelnd; so hieß nach Paus. 1, 26, 7 der allzu sorgfältige Künstler Kallimachus, der immer noch Etwas an seinem Kunstwerke auszusetzen fand, v. l. mss. κατατηξίτεχνος u. κατατηξότεχνος, d. h. die Kunst schmelzend, kraftlos machend.
-
10 καλλί-τεχνος
καλλί-τεχνος, = καλλιτέχνης, Strab. I p. 41 u. Sp.
-
11 εὑρεσί-τεχνος
εὑρεσί-τεχνος, Künste erfindend, Orph. H. 31, 14.
-
12 εὔ-τεχνος
-
13 ματαιό-τεχνος
ματαιό-τεχνος, eine eitle, unnütze Kunst treibend?
-
14 μεγαλό-τεχνος
μεγαλό-τεχνος, von großer Kunst, Arist. mund. 6; τὸ μεγαλότεχνον καὶ ἀξιωματικόν, das Große in der Kunst, Dion. Hal. iud. Isocr. 3.
-
15 αὐτό-τεχνος
αὐτό-τεχνος (τέχνη), πρὸς ἴασιν, durch sich selbst in der Arzneikunde unterrichtet, Plut. Gryll. 9 u. A.
-
16 ἀ-πειρό-τεχνος
ἀ-πειρό-τεχνος, unerfahren in einer Kunst, Sp.
-
17 ἀντί-τεχνος
ἀντί-τεχνος, in einer Kunst oder einem Gewerbe wetteifernd mit Jemand, τινί; ὁ, der Nebenbuhler darin, Ar. Ran. 816; Plat. Phaed. 60 d u. sonst; Luc.
-
18 ὁμό-τεχνος
ὁμό-τεχνος, dieselbe Kunst übend, einerlei Gewerbe treibend; Her. 2, 89; τινί, Plat. Lach. 186 c, u. τινός, Charm. 171 c; Sp., wie Luc.; – κυνῶν ὁμότεχνε αἴλουρε, Damochar. 1 (VII, 206).
-
19 ἄ-τεχνος
ἄ-τεχνος ( τέχνη), ohne Kunst, a) kunstlos, einfach, argumentatio, Cic. Top. 4, 24; πίστεις Arist. rhet. 1, 2, den ἔντεχνοι entggstzt, die nicht der Redner angiebt, sondern äußere, schon vorhandene. – b) kunstwidrig, Ggstz ἔντεχνος, τριβή Plat. Phaedr. 260 e; unerfahren in der Kunst, Ggstz τεχνίτης Soph. 219 a; ἀτεχνότεροι καὶ ἀμαϑέστεροι Legg. III, 679 d.
-
20 ὑπέρ-τεχνος
ὑπέρ-τεχνος, übermäßig oder überaus künstlich, Hesych. erkl. σπουδαῖος.
См. также в других словарях:
ευρεσίτεχνος — η, ο (Α εὑρεσίτεχνος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευρεσίτεχνο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αρχ. αυτός που ανακαλύπτει τέχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι (< ευρίσκω) τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έν τεχνος, κακό τεχνος) … Dictionary of Greek
εύτεχνος — εὔτεχνος, ον (ΑΜ) (για πράγματα) αυτός που είναι έντεχνα κατασκευασμένος αρχ. (για πρόσ.) έμπειρος στην τέχνη, βαθύς γνώστης τής τέχνης. επίρρ... εὐτέχνως (ΑΜ) επιτήδεια, επιδέξια, με τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό… … Dictionary of Greek
ισότεχνος — ἰσότεχνος, ον (Α) ίσος με κάποιον άλλο στην τέχνη ή στην επιδεξιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό τεχνος, ομοιό τεχνος] … Dictionary of Greek
κακότεχνος — η, ο (AM κακότεχνος, ον) κακώς κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος, κακής τέχνης, άτεχνος, άκομψος, ακαλαίσθητος («κακότεχνη εικόνα») νεοελλ. (για πρόσ.) κακός τεχνίτης, ακαλαίσθητος τεχνίτης μσν. 1. αυτός που γνωρίζει μαγικές τέχνες 2. (για βιβλίο) … Dictionary of Greek
καλλίτεχνος — η, ο (Α καλλίτεχνος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κατασκευαστεί με καλλιτεχνία αρχ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ καλλίτεχνος αυτός που κατασκευάζει καλλιτεχνήματα, ο καλλιτέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό τεχνος,… … Dictionary of Greek
κατάτεχνος — κατάτεχνος, ον (Α) εντελώς σύμφωνος με τους κανόνες τής τέχνης, πολύ έντεχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έν τεχνος, σύν τεχνος] … Dictionary of Greek
κατατηξίτεχνος — κατατηξίτεχνος, ον (Α) (ως επίθ. τού Καλλιμάχου) αυτός που δεν εργάζεται καλά, που εξευτελίζει την τέχνη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν η γρφ. δεν είναι λανθασμένη, πρόκειται για σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος < κατα τηξι (< κατα τήκω με μεταφορική σημ.… … Dictionary of Greek
λεπτότεχνος — η, ο επεξεργασμένος με λεπτότητα, ψιλοδουλεμένος, λεπτουργημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ά τεχνος, πολύ τεχνος] … Dictionary of Greek
κακιζότεχνος — κακιζότεχνος, ον (Α) (ως επίθ. τού γλύπτη Καλλιμάχου) αυτός που κακίζει τα έργα τέχνης, αυτός που τούς βρίσκει μόνο ελλείψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακίζω + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ευρεσί τεχνος] … Dictionary of Greek
ματαιότεχνος — ματαιότεχνος, ον (Α) αυτός που ασχολείται με μάταιη και ανώφελη τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. λεπτότεχνος, πολύ τεχνος] … Dictionary of Greek
μαυρότεχνος — μαυρότεχνος, η, ον (Μ) 1. (υβριστικά) αυτός που ασχολείται με τη μαύρη τέχνη, με τη μαγεία 2. αυτός που είναι σιδεράς και λερώνεται από το κάρβουνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. καλλί τεχνος] … Dictionary of Greek