-
41 ἀπόσπορος
ἀπό-σπορος, von einem gesäet, erzeugt -
42 ἄσπορος
ἄ-σπορος, unbesät, ohne Saat -
43 αὐτόσπορος
αὐτό-σπορος, selbst gesäet; aber γύαι, sich selbst besäend, von selbst fruchtbar -
44 δουλόσπορος
-
45 ἐπίσπορος
ἐπί-σπορος, nachgesäet, οἱ ἐπίσποροι, die Nachkommen; τὰ ἐπίσπορα, die Gemüse, die mehrere Mal im Jahre gesäet, nachgesäet werden -
46 ἐρίσπορος
ἐρί-σπορος, αἶα, sehr besäet -
47 εὔσπορος
-
48 θεόσπορος
θεό-σπορος, von Gott gesäet, gemacht -
49 θηλύσπορος
θηλύ-σπορος, γέννα, weiblich -
50 καρποσπόρος
-
51 μᾱνόσπορος
-
52 μεροποσπόρος
μεροπο-σπόρος, ὥρη, Menschen säend, erzeugend -
53 μηλόσπορος
-
54 νεόσπορος
νεό-σπορος, neu, frisch gesät, erzeugt -
55 ὁμόσπορος
ὁμό-σπορος, zusammengesäet, von denselben Eltern erzeugt, denselben Vorfahren entsprossen; Schwester; τοῦ πατρὸς ὁμόσπορος καὶ φονεύς, der dem Vater gleich Erzeuger ist -
56 ὀψίσπορος
ὀψί-σπορος, spät gesäet, erzeugt -
57 παιδοσπόρος
παιδο-σπόρος, Kinder säend, erzeugend -
58 πολύσπορος
πολύ-σπορος, samenreich, fruchtbar -
59 πρωΐσπορος
-
60 πρωτοσπόρος
πρωτο-σπόρος, zuerst säend, zeugend
См. также в других словарях:
σπόρος — sowing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόρος — ο, ΝΜΑ 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού σπείρω, η σπορά, το σπάρσιμο (α. «άρχισε νωρίς νωρίς ο σπόρος» β. «καὶ γὰρ νεατὸς καὶ σπόρος καὶ φυτεία... ὑπαίθρια... ἔργα ἐστίν», Ξεν.) 2. καθετί που σπέρνεται στη γη για να βλαστήσει, το σπέρμα… … Dictionary of Greek
σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… … Dictionary of Greek
σπόρος — ο 1. σπέρμα οποιουδήποτε καρπού. 2. σπέρματα κατάλληλα για σπορά: Αγόρασε σπόρους για το λαχανόκηπό του. 3. σπέρμα ανθρώπου ή ζώου. 4. πρώτη αφορμή, αφετηρία κάποιου γεγονότος: Ο σπόρος που έριξε ο Ρήγας δεν άργησε να φυτρώσει. 5. μτφ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπόρω — σπόρος sowing masc nom/voc/acc dual σπόρος sowing masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόροι — σπόρος sowing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόροις — σπόρος sowing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόρον — σπόρος sowing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόρου — σπόρος sowing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόρους — σπόρος sowing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόρων — σπόρος sowing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)