-
21 δεκατό-σπορος
δεκατό-σπορος, in der zehnten Saat, im zehnten Geschlecht, υἱός Ep. ad. 210 ( App. 108).
-
22 δεκά-σπορος
δεκά-σπορος, χρόνος, Zeit von zehn Aussaaten, zehnjähriger Zeitraum, Eur. Tr. 20.
-
23 δουλό-σπορος
δουλό-σπορος, von Sklaven erzeugt, Nonn. D. 1, 73.
-
24 μηλό-σπορος
μηλό-σπορος, mit Apfelbäumen bepflanzt, Ἑσπερίδων ἀκτά, Eur. Hipp. 742.
-
25 θεό-σπορος
θεό-σπορος, von Gott gesäet, gemacht, Eur. bei Rust. 656, 8.
-
26 θηλύ-σπορος
θηλύ-σπορος, γέννα, weiblich, Aesch. Prom. 857.
-
27 αὐτό-σπορος
αὐτό-σπορος, selbst gesäet, Nonn.; aber γύαι, sich selbst besäend, von selbst fruchtbar, Aesch. frg. 184.
-
28 μᾱνό-σπορος
μᾱνό-σπορος, dünn gesäet, Theophr.
-
29 ἀπό-σπορος
ἀπό-σπορος, von Einem gesäet, erzeugt, τινός Nonn. D. 11, 145.
-
30 ὀψί-σπορος
ὀψί-σπορος, spät gesäet, erzeugt, Theophr.
-
31 ἀγχί-σπορος
ἀγχί-σπορος ϑεῶν, den Göttern verwandt, aus einem Tragiker oft citirt, z. B. Plat. Rep. III, 391 e.
-
32 ὁμό-σπορος
ὁμό-σπορος, zusammengesäet, von denselben Eltern erzeugt, denselben Vorfahren entsprossen; H. h. Cer. 85; ἔϑνος, Pind. N. 5, 43; βασιλέοιν δ' ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμα γαῖα, Aesch. Spt. 802, öfter, wie Ag. 1490 Ch. 240; Eur. Or. 657 u. öfter; Soph. Trach. 211, Schwester. – Aber ἔχων δὲ λέκτρα καὶ γυναῖχ' ὁμόσπορον Soph. O. R. 260 erkl. der Schol. εἰς ἣν ἔσπειρε καὶ ἐκεῖνος καὶ ἐγώ, obwohl diese Erkl. nicht erfordert wird; vgl. τοῦ πατρὸς ὁμόσπορος καὶ φονεύς, 460, der dem Vater gleich Erzeuger ist.
-
33 ἄ-σπορος
-
34 ἐπί-σπορος
ἐπί-σπορος, nachgesäet, οἱ ἐπίσποροι, die Nachkommen, Aesch. Eum. 643; τὰ ἐπίσπορα, die Gemüse, die mehrere Mal im Jahre gesäet, nachgesäet werden, Theophr.
-
35 ἐρί-σπορος
ἐρί-σπορος, αἶα, sehr besäet, Opp. C. 2, 119.
-
36 εὔ-σταχυς
-
37 βιός
βιός, ὁ, der Bogen, Schußwaffe; eigentlich Nebenform von βία, die Kraft, passende Bezeichnung für eine elastische Schußwaffe; vgl. βλαστός βλάστη, κνημός κνήμη; βόλος βολή, γόνος γονή, πλόκος πλοκή, πνόος πνοή, πόϑος ποϑή, ῥόος ῥοή, σπόρος σπορά, στόλος στολή, στρόφος στροφή, τάφος ταφή, τόμος τομή, τύπος τυπή, φϑόγγος φϑογγή, φϑόρος φϑορά, φόνος φονή, φόρος φορά, χόλος χολή, χόος χοή; ἦχος ἠχή, ὦνος ὠνή; ἄγορος ἀγορά, βίοτος βιοτή, πάταγος παταγή; διάλογος διαλογή; von βίος das Leben, welches ebenfalls Nebenform von βία ist, ward βιός der Bogen durch den Accent unterschieden; vgl. γαῠλος γαυλός; νόμος νομός νομή, τρόπος τροπός τροπή. Bei Hom. βιός der Bogen öfters; einen Unterschied zwischen βιός und τόξον kennt Hom. nicht, vgl. z. B. Iliad. 1, 45 mit vs. 49, Odyss. 21, 233 mit vs. 234. Aber τὁξον ist bei Hom. weit häufiger.
-
38 θαιμός
-
39 ὄψιμος
-
40 ἀγχίσπορος
См. также в других словарях:
σπόρος — sowing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόρος — ο, ΝΜΑ 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού σπείρω, η σπορά, το σπάρσιμο (α. «άρχισε νωρίς νωρίς ο σπόρος» β. «καὶ γὰρ νεατὸς καὶ σπόρος καὶ φυτεία... ὑπαίθρια... ἔργα ἐστίν», Ξεν.) 2. καθετί που σπέρνεται στη γη για να βλαστήσει, το σπέρμα… … Dictionary of Greek
σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… … Dictionary of Greek
σπόρος — ο 1. σπέρμα οποιουδήποτε καρπού. 2. σπέρματα κατάλληλα για σπορά: Αγόρασε σπόρους για το λαχανόκηπό του. 3. σπέρμα ανθρώπου ή ζώου. 4. πρώτη αφορμή, αφετηρία κάποιου γεγονότος: Ο σπόρος που έριξε ο Ρήγας δεν άργησε να φυτρώσει. 5. μτφ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπόρω — σπόρος sowing masc nom/voc/acc dual σπόρος sowing masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόροι — σπόρος sowing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόροις — σπόρος sowing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόρον — σπόρος sowing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόρου — σπόρος sowing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόρους — σπόρος sowing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόρων — σπόρος sowing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)