-
1 περί-σπλαγχνος
περί-σπλαγχνος, großherzig, großmüthig, Theocr. 16, 56.
-
2 πολύ-σπλαγχνος
πολύ-σπλαγχνος, sehr mitleidig, N. T. u. K. S.
-
3 φιλ-εύ-σπλαγχνος
φιλ-εύ-σπλαγχνος, Barmherzigkeit liebend, Timario.
-
4 κακό-σπλαγχνος
κακό-σπλαγχνος, furchtsam, Aesch. Spt. 219.
-
5 εὔ-σπλαγχνος
εὔ-σπλαγχνος, eigtl. mit guten, gefunden Eingeweiden, Hippocr. Uebertr., mitleidig, N. T u. a. Sp.
-
6 βαρύ-σπλαγχνος
βαρύ-σπλαγχνος, schwer zürnend, Philo.
-
7 δύ-σπλαγχνος
δύ-σπλαγχνος, hartherzig, v. l. Aesch. Prom. 902.
-
8 μικρό-σπλαγχνος
μικρό-σπλαγχνος, kleindärmig, Galen.
-
9 μεγαλό-σπλαγχνος
μεγαλό-σπλαγχνος, eigtl. mit großen Eingeweiden, namentlich vom entzündeten Zustande derselben, Hippocr.; übertr., groß-, hochmüthig, ψυχή, Eur. Med. 109.
-
10 θρασύ-σπλαγχνος
θρασύ-σπλαγχνος, von kühnem Innern, kühnherzig, Eur. Hipp. 426. – Adv., Aesch. Prom. 732.
-
11 ἀ-φοβό-σπλαγχνος
ἀ-φοβό-σπλαγχνος, furchtlosen Herzens, Ar. Ran. 498.
-
12 ὁμό-σπλαγχνος
ὁμό-σπλαγχνος, aus demselben Eingeweide, = ὁμογάστριος, verwandt; πλευρώματα, Aesch. Spt. 871; Soph. Ant. 507.
-
13 ἄ-σπλαγχνος
ἄ-σπλαγχνος ( σπλάγχνον), ohne Eingeweide, dah. herzlos, feig, Soph. Ai. 467, Schol. ἀκάρδιος, δειλός. – Der nicht gegessen hat, Plat. c. Ath. XIV, 644 a.
-
14 ἄσπλαγχνος
ἄ-σπλαγχνος, ohne Eingeweide, dah. herzlos, feig -
15 ἀφοβόσπλαγχνος
-
16 βαρύσπλαγχνος
-
17 δύσπλαγχνος
-
18 εὔσπλαγχνος
εὔ-σπλαγχνος, eigtl. mit guten, gefunden Eingeweiden. Übertr., mitleidig -
19 θρασύσπλαγχνος
θρασύ-σπλαγχνος, von kühnem Innern, kühnherzig -
20 κακόσπλαγχνος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σπλάγχνος — τὸ, Μ βλ. σπλάχνος … Dictionary of Greek
θρασύσπλαγχνος — θρασύσπλαγχνος, ον (Α) γενναιόκαρδος, άφοβος. επίρρ... θρασυσπλάγχνως (Α) επίρρ. άφοβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + σπλαγχνος < σπλάγχνα (πρβλ. εύ σπλαγχνος, μεγαλό σπλαγχνος)] … Dictionary of Greek
κακόσπλαγχνος — κακόσπλαγχνος, ον (Α) μικρόψυχος, δειλός, άνανδρος. επίρρ... κακοσπλάγχνως (Μ) άνανδρα, δειλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. βαρύ σπλαγχνος, θρασύ σπλαγχνος] … Dictionary of Greek
χαλκόσπλαγχνος — ον, Α μτφ. σκληρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. θρασύ σπλαγχνος, μεγαλό σπλαγχνος] … Dictionary of Greek
μεγαλόσπλαγχνος — μεγαλόσπλαγχνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλο το υπογάστριο 2. αυτός που έχει μεγάλα σπλάγχνα 3. αυτός που προκαλεί εξόγκωση στα σπλάγχνα («οἶνος μεγαλόσπλαγχνος σπληνὸς καὶ ἥπατος», Ιπποκρ.) 4. μεγαλόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σπλάγχνα … Dictionary of Greek
περίσπλαγχνος — ον, Α μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος («περίσπλαγχνος Λαέρτης», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. ά σπλαγχνος] … Dictionary of Greek
πολύσπλαγχνος — ον, ΜΑ πολύ ευσπλανχνικός, πολυεύσπλανχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπλαγχνος (< σπλάγχνα «καρδιά»), πρβλ. μεγαλό σπλαγχνος] … Dictionary of Greek
μικρόσπλαγχνος — μικρόσπλαγχνος, ον (Α) αυτός που έχει μικρά σπλάγχνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + σπλάγχνα (πρβλ. εύ σπλαγχνος)] … Dictionary of Greek
ομόσπλαγχνος — ὁμόσπλαγχνος, ον (Α) αυτός που γεννήθηκε από τα ίδια σπλάγχνα με κάποιον άλλο, ομογάστριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σπλάγχνα (πρβλ. εύ σπλαγχνος)] … Dictionary of Greek