-
1 πολύ-σπλαγχνος
πολύ-σπλαγχνος, sehr mitleidig, N. T. u. K. S.
-
2 πολύσπλαγχνος
См. также в других словарях:
πολύσπλαγχνος — ον, ΜΑ πολύ ευσπλανχνικός, πολυεύσπλανχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπλαγχνος (< σπλάγχνα «καρδιά»), πρβλ. μεγαλό σπλαγχνος] … Dictionary of Greek