-
1 Σκιος
ὁ Ский (правый приток римск. Истр) Her. -
2 ασκιος
21) покрытый тенью, тенистый (v. l. δάσκιος), по друг. - лишенный тени(ὄρεα Pind.)
2) не отбрасывающий тени(γνώμων Diod., Plut.)
ἀσκίους γίνεσθαι Polyb. — лишаться собственной тени -
3 βαθυσκιος
-
4 δασκιος
-
5 δολιχοσκιος
-
6 επισκιος
21) затененный, тенистый, темный(τόπος Plat., Arst., Plut.)
2) осеняющий, заслоняющий(ὀμμάτων ἐ. χείρ Soph.)
3) уединенный, безвестный(βίος Plut.)
4) тайный, скрытый(τῆς ἀληθείας οὐδὲν ἐπίσκιον Plut.)
-
7 ευσκιος
эп. ἐΰσκιος 21) покрытый густой тенью, тенистый(ἄλσος Theocr.)
2) находящийся в тени(οἰκία Xen.)
3) погруженный в мрак(Ἀχέροντος ἀκτά Pind.)
-
8 κατασκιος
21) осененный(κλάδοις ἐλάας Aesch.)
κατάσκιον γενέσθαι τινί Soph. — покрыться тенью чего-л.;κράνα αἰγείροιο κ. Anth. — источник, осененный тополем2) покрытыйλάχνῃ δέρμα κατάσκιον Hes. — кожа, защищенная шерстью
3) осеняющий, раскидистый, пышный(λόφοι Aesch.)
4) тенистый(ἔρνεα κισσοῦ Eur.)
-
9 ορεσκιος
-
10 οφρυοσκιος
-
11 παλινσκιος
21) покрывающий сплошной или вечной тенью, тенистый(ἐλαῖαι οὐ παλίνσκιοι Arst.; λαγών Plut.)
2) темный, мрачный(χειμών Soph.)
-
12 πολυσκιος
-
13 συσκιος
-
14 υποσκιος
21) тенистый, покрытый тенью(περίπατοι Plut.)
ὑπόσκια στοματα Aesch. — осененные (просительными ветвями), т.е. молящие уста2) дающий густую тень(ψυκτήρια Aesch.)
См. также в других словарях:
Σκίος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιός — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού περκόμορφου ψαριού Sciaena umbra τής οικογένειας σκιαινίδες, συγγενικού με το μυλοκόπι και με τον κρανιό, που έχει εύγευστη σάρκα, αλλ. σικιός … Dictionary of Greek
Σκίῳ — Σκίος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερόσκιος — ο (Α ἑτερόσκιος, ον) αυτός που ρίχνει σκιά προς το ίδιο πάντοτε μέρος (δηλ. μόνο προς το ένα μέρος) αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἑτερόσκιοι αυτοί που κατοικούν βόρεια ή νότια τὼν τροπικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ… … Dictionary of Greek
εύσκιος — ο (ΑΜ εὔσκιος, ον) αυτός που σκιάζεται καλά (α. «εύσκιος πλατεία» β. «εὔσκιος Ἀχέροντος ἀκτά», Πίνδ.) νεοελλ. (για δένδρα) αυτός που ρίχνει άφθονη σκιά («εύσκιος πλάτανος») αρχ. σκοτεινός, κεκαλυμμένος, δυσδιάκριτος («εὔσκιος ἐπὶ τὴν κλίνην τῆς… … Dictionary of Greek
θεόσκιος — θεόσκιος, ον (Μ) αυτός που σκιάζεται προστατευτικά από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ σκιος, κατά σκιος] … Dictionary of Greek
κατάσκιος — α ο (AM κατάσκιος, ον) αυτός που καλύπτεται από σκιά, βαθύσκιος αρχ. 1. αυτός που έχει παντού σκιά 2. αστρολ. (για περιοχή) σκιερός 3. αυτός που ρίχνει πολλή σκιά, που επισκιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκιος (< σκιά), πρβλ. εν σκιος, υπό… … Dictionary of Greek
μακρόσκιος — α, ο (AM μακρόσκιος, ον) αυτός που ρίχνει μεγάλη σκιά αρχ. (για λαούς) αυτός που κατοικεί μακριά από τον ισημερινό, δηλαδή σε μεγάλα γεωγραφικά πλάτη και δέχεται τις ακτίνες τού Ηλίου πολύ πλαγίως («οἱ μέν εἰσιν ἄσκιοι, οἱ δὲ βραχύσκιοι, οἱ δὲ… … Dictionary of Greek
μεγαλόσκιος — μεγαλόσκιος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σκιά (πρβλ. βαθύ σκιος, δολιχό σκιος)] … Dictionary of Greek
ολόσκιος — α, ο (Α ὁλόσκιος, ον) πολύ σκιερός, ολόσκιωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σκιος (< σκιά), πρβλ. μεγαλό σκιος] … Dictionary of Greek
πάνσκιος — ον, Μ αυτός που σκιάζεται από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σκιος (< σκιά), πρβλ. μακρό σκιος] … Dictionary of Greek