-
1 πταιστός
πταιστόςliable to fail: masc nom sg -
2 πταιστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πταιστός
-
3 ἀνά-πταιστος
ἀνά-πταιστος, = ἄ-πταιστος, nach Suid.
-
4 εὔ-πταιστος
εὔ-πταιστος, leicht Anstoß gebend, gefährlich, Hippocr.
-
5 ἀ-πρός-πταιστος
ἀ-πρός-πταιστος, unverletzt, Hippocr.
-
6 ἀ-μετά-πταιστος
ἀ-μετά-πταιστος, dasselbe, eigtl. der nicht straucheln kann, Sp.
-
7 ἀ-διά-πταιστος
ἀ-διά-πταιστος, unfehlbar, Sp.
-
8 ἄ-πταιστος
ἄ-πταιστος, nicht anstoßend, nicht stolpernd, ἀπταιστότερον παρέχειν τὸν ἵππον, machen, daß das Pferd weniger stolpert, Xen. Equ. 1, 6; übh. ohne Frevel, Eust.; ohne Anstoß, sicher, καὶ ἀμετακίνητος Nicom. arithm. 1. – Adv., ἀπταίστως καὶ λείως ἔρχεσϑαι Plat. Theaet. 144 b.
-
9 πταιστά
πταιστόςliable to fail: neut nom /voc /acc plπταιστά̱, πταιστόςliable to fail: fem nom /voc /acc dualπταιστά̱, πταιστόςliable to fail: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
10 πταιστόν
πταιστόςliable to fail: masc acc sgπταιστόςliable to fail: neut nom /voc /acc sg -
11 πταισταί
πταιστόςliable to fail: fem nom /voc pl -
12 πταιστή
πταιστόςliable to fail: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
13 πταιστήν
πταιστόςliable to fail: fem acc sg (attic epic ionic) -
14 απταιστος
-
15 πταιστώ
-
16 πταιστῷ
-
17 ἀδιάπταιστος
ἀδιά-πταιστος, ον,A = ἀδιάπτωτος, Iamb.Protr.21.κδ, cf. Hierocl. Prov.p.463B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδιάπταιστος
-
18 ἀμετάπταιστος
ἀμετά-πταιστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμετάπταιστος
-
19 ἀπρόσπταιστος
ἀπρόσ-πταιστος, ον,A = ἀπρόσκοπος (A), Hp.Ep.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρόσπταιστος
-
20 ἀδιάπταιστος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πταιστός — liable to fail masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταιστός — ή, όν, Μ [πταίω] αυτός που είναι δυνατόν να υποπέσει σε πταίσμα … Dictionary of Greek
πταιστά — πταιστός liable to fail neut nom/voc/acc pl πταιστά̱ , πταιστός liable to fail fem nom/voc/acc dual πταιστά̱ , πταιστός liable to fail fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταιστόν — πταιστός liable to fail masc acc sg πταιστός liable to fail neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταισταί — πταιστός liable to fail fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταιστή — πταιστός liable to fail fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταιστήν — πταιστός liable to fail fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταιστῷ — πταιστός liable to fail masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύπταιστος — εὔπταιστος, ον (Α) 1. αυτός που σφάλλει εύκολα 2. (για λόγια σε σχέση με τις πράξεις) αναξιόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πταιστός (< πταίω)] … Dictionary of Greek