Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
ἄ-πταιστος
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
πταιστός — liable to fail masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταιστός — ή, όν, Μ [πταίω] αυτός που είναι δυνατόν να υποπέσει σε πταίσμα … Dictionary of Greek
πταιστά — πταιστός liable to fail neut nom/voc/acc pl πταιστά̱ , πταιστός liable to fail fem nom/voc/acc dual πταιστά̱ , πταιστός liable to fail fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταιστόν — πταιστός liable to fail masc acc sg πταιστός liable to fail neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταισταί — πταιστός liable to fail fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταιστή — πταιστός liable to fail fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταιστήν — πταιστός liable to fail fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταιστῷ — πταιστός liable to fail masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύπταιστος — εὔπταιστος, ον (Α) 1. αυτός που σφάλλει εύκολα 2. (για λόγια σε σχέση με τις πράξεις) αναξιόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πταιστός (< πταίω)] … Dictionary of Greek