-
1 πλωτός
πλωτός, 1) schiffend, bes. schwimmend, νῆσος, Od. 10, 3, Αἰολίη, was nach dem Schol. Einige erklärten τὴν ἐμπλεομένην, οῖον τὴν ἐν πλεομένοις τόποις κειμένην, Aristarch aber περιφερομένη; vgl. Her. 2, 156; ἰχϑύων γένος, Soph. frg. 678; ϑῆρες, Arion 1, 4; u. so hieß ein ganzes Fischgeschlecht ἡ πλωτὴ μύραινα, die stets oben schwimmende, vgl. Ath. I, 4 c. – 2) schiffbar; πέλαγος, Anyte 12 (VII, 215); ϑάλασσα οὐκέτι πλωτὴ ὑπὸ βραχέων, Her. 2, 102; ποταμός, τόπος, Pol. 1, 42, 2. 10, 48, 1; πάντων πλωτῶν καὶ πορευτῶν γεγονότων, 4, 40, 2; ἕλη, Plut. Pelop. 16.
-
2 πλωτός
πλωτός, (1) schiffend, bes. schwimmend; so hieß ein ganzes Fischgeschlecht ἡ πλωτὴ μύραινα, die stets oben schwimmende; (2) -
3 πρός-πλωτος
πρός-πλωτος, wozu man hinanschiffen oder zu Schiffe hingelangen kann, ἀπὸ ϑαλάσσης, von Flüssen, Her. 4, 47. 71.
-
4 παλίμ-πλωτος
παλίμ-πλωτος, = παλίμπλους, φυγή, Lycophr. 1431.
-
5 στρατό-πλωτος
στρατό-πλωτος, das Heer überschiffend, ῥῆτραι, Lycophr. 1037.
-
6 εὔ-πλωτος
-
7 δυς-είς-πλωτος
δυς-είς-πλωτος, dasselbe, Schol. Thuc. 3, 2.
-
8 δυς-ανά-πλωτος
δυς-ανά-πλωτος, dasselbe, Strab. 5, 2, 5.
-
9 δυς-έκ-πλωτος
δυς-έκ-πλωτος, = δυςέκπλους, f. L. für δυςείςπλωτος.
-
10 δύς-πλωτος
δύς-πλωτος, = δύςπλοος, vom Meere, Ep. ad. 396 (VII, 699).
-
11 ἄ-πλωτος
ἄ-πλωτος, unbeschifft, Orph. Arg. 1054.
-
12 πλωτή
-
13 ἄπλωτος
-
14 δυςανάπλους
δυς-ανά-πλους u. δυς-ανά-πλωτος, schwer zum Hinausfahren (von einem Flusse) -
15 δυςανάπλωτος
δυς-ανά-πλους u. δυς-ανά-πλωτος, schwer zum Hinausfahren (von einem Flusse) -
16 δυςείςπλους
δυς-είς-πλους u. δυς-είς-πλωτος, schwer hineinzusegeln -
17 δυςείςπλωτος
δυς-είς-πλους u. δυς-είς-πλωτος, schwer hineinzusegeln -
18 δύςπλωτος
δύς-πλωτος, = δύςπλοος, vom Meere -
19 εὔπλωτος
-
20 πρόςπλωτος
πρός-πλωτος, wozu man hinanschiffen oder zu Schiffe hingelangen kann; ἀπὸ ϑαλάσσης, von Flüssen
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πλωτός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτός — ή, ό / πλωτός, όν, ΝΜΑ [πλώω] 1. αυτός που πλέει, που επιπλέει στην επιφάνεια τού νερού 2. αυτός που μπορεί κανείς να τόν διαπλεύσει νεοελλ. φρ. α) «πλωτή δεξαμενή» (ναυπ.) τύπος δεξαμενής για ναυπηγικές εργασίες β) «πλωτή γέφυρα» γέφυρα που… … Dictionary of Greek
πλωτός — ή, ό 1. για υδάτινες επιφάνειες, αυτός που μπορεί να διανυθεί με πλεούμενο: Πλωτός ποταμός. 2. αυτός που κινείται πάνω στο νερό, που πλέει: Πλωτή γέφυρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλωτά — πλωτός neut nom/voc/acc pl πλωτά̱ , πλωτός fem nom/voc/acc dual πλωτά̱ , πλωτός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτῶν — πλωτός fem gen pl πλωτός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτόν — πλωτός masc acc sg πλωτός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωταῖς — πλωτός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωταί — πλωτός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτοῖς — πλωτός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτοῖσιν — πλωτός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτοί — πλωτός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)