-
1 πλαστός
A formed, moulded, esp. in clay or wax, ;τὸ π. ὃ δὴ σκεῦος ὠνομάκαμεν Pl.Sph. 219a
;π. ἐκ γαίης Antiph. 52.3
; π. εἰκών statue, opp. painting, Plu.Ages.2.II metaph., fabricated, forged, counterfeit,ἐκ λόγου πλαστοῦ Hdt.1.68
; π. βακχεῖαι sham inspirations, E.Ba. 218 ;π. τὴν φιλίαν παρέχεσθαι X.Ages.1.38
; πλαστὸς πατρί a supposititious son, S.OT 780, cf. Sosith.2.4; π. ἐπιχείρημα hypothetical case, Hermog.Inv.3.11, cf. 15. Adv. - τῶς, opp. ὄντως, Pl.Sph. 216c ; opp. ἀληθῶς, Id.Lg. 642d ; opp. φύσει, ib. 777d ; π. ὀδυρόμενοι feignedly, Phld.Rh.1.381 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλαστός
-
2 πλαστός
πλαστός, gebildet, geformt, bes. aus Thon, Wachs, Hes. Th. 513; übertr., erdichtet, ersonnen, dah. falsch, unächt, π λαστὸς ὡς εἴην πατρί, Soph. O. R. 780; bei Aesch. Eum. 53, ῥέγκουσι δ' οὐ πλαστοῖσι φυσιάμασιν, erkl. man gew. »dem man nicht nahen darf, unnahbar ( πελαστοῖς, Elmsl. vermuthet πλατοὶς)«, Einige, »nicht künstlich Gemachtes. d. i. Natürliches, Wirkliches«; πλασταῖσι βακχείαισιν, Eur. Bacch. 218; u. in Prosa: μὴ πλαστῶς, ἀλλ' ὄντως φιλόσοφος, Plat. Soph. 216 c; Ggstz von ἀληϑῶς, Legg. I, 642; Sp., wie Plut. u. Luc. öfter.
-
3 πλαστος
-
4 πλαστός
πλαστόςformed: masc nom sg -
5 πλαστός
πλαστός, gebildet, geformt, bes. aus Ton, Wachs; übertr., erdichtet, ersonnen, dah. falsch, unecht; ῥέγκουσι δ' οὐ πλαστοῖσι φυσιάμασιν, dem man nicht nahen darf, unnahbar, nicht künstlich Gemachtes = Natürliches, Wirkliches -
6 πλαστός
πλαστός, ή, όν (πλάσσω; Hes. et al.) pert. to being mentally constructed without a basis in fact, fabricated, false (so since Eur., Bacch. 218; Hdt. 1, 68; Lycophron 432 ἐν πλασταῖς γραφαῖς, also PSI 494, 13 [III B.C.]; POxy 237 VIII, 14 [II A.D.]; Philo, Somn. 2, 140; Jos., Vi. 177; 337) πλ. λόγοι 2 Pt 2:3 (Ael. Aristid. 36, 91 K.=48 p. 474 D.: ὁ λόγος πέπλασται; cp. POxy 237 VIII, 14 [II A.D.] of a forged contract).—DELG s.v. πλάσσω. M-M. TW. -
7 πλαστός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πλαστός
-
8 πλαστός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πλαστός
-
9 πλαστός
-
10 πλαστός
поддельный, притворный, льстивый.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πλαστός
-
11 πλαστός
[пластос] επ. притворный, мнимый, фиктивный, поддельный, фальшивый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πλαστός
-
12 πλαστός
[пластос] επ притворный, мнимый, фиктивный, поддельный, фальшивый. -
13 πλαστός
faux -
14 πλαστός
fałszywy przym. -
15 πλαστός
1) falešný2) falzifikát3) nepravý4) padělek5) podvrh6) předstíraný -
16 πλαστός
1) counterfeit2) fakeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πλαστός
-
17 πρωτό-πλαστος
πρωτό-πλαστος, zuerst gebildet, geschaffen, Sp.
-
18 πρός-πλαστος
πρός-πλαστος (von προςπλάσσω), dazu od. daran gebildet, daran hangend, haftend.
-
19 πρός-πλαστος [2]
πρός-πλαστος (von προςπλάζω), annahbar, zugänglich, ἀνήμεροι γὰρ οὐδὲ πρόςπλαστοι ξένοις, Aesch. Prom. 718.
-
20 παρά-πλαστος
παρά-πλαστος, angedichtet, untergeschoben, Sp.
См. также в других словарях:
πλαστός — formed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστός — ή, ό / πλαστός, ή, όν, ΝΜΑ [πλάσσω] 1. αυτός που έχει πλαστεί, κατασκευαστεί από εύπλαστη ύλη, ιδίως από πηλό ή κερί 2. αυτός που πλάστηκε ως απομίμηση τού γνησίου, ψευδής, ψεύτικος, κίβδηλος (α. «πλαστό έγγραφο» β. «οὐ πλαστὴν τὴν φιλίαν… … Dictionary of Greek
πλαστός — ή, ό ο ψεύτικος, ο μη γνήσιος, ο μη πραγματικός: Ο τίτλος είναι πλαστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαστόν — πλαστός formed masc acc sg πλαστός formed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστοῖς — πλαστός formed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστοί — πλαστός formed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστοῦ — πλαστός formed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστῶς — πλαστός formed adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστῷ — πλαστός formed masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρόπλαστος — η, ο (Α κηρόπλαστος, ον) ο κατασκευασμένος, ο πλασμένος από κερί, κέρινος, κερένιος («μελίσσης κηρόπλαστον ὄργανον», Σοφ.) αρχ. 1. (για κορίτσι) όμορφη σαν κερένια κούκλα («ξανθώ, κηρόπλαστε, μυρόχροε», Ανθ. Παλ.) 2. κηρόδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ημίπλαστος — ἡμίπλαστος, ον (Α) αυτός που έχει πλαστεί κατά το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. εύ πλαστος, πρωτό πλαστος] … Dictionary of Greek