-
121 бутафорский
επ.1. βλ. бутафорный.2. μτφ. ψεύτικος, πλαστός. -
122 вымышленный
επ. από μτχ.επινοητός, φανταστικός, πλαστός• ανύπαρκτος. -
123 лживый
επ., βρ: лжив,• -а, -о.1. ψεύτικος, ψευδής, αναληθής.2. προσποιητός, πλαστός, κίβδηλος• απατηλός. -
124 липовый
липовый 1επ.φιλύρινος, φλαμουρίσιος.εκφρ.липовый цвет – ξηραμένα άνθη φλαμουριάς (ως φάρμακο).липовый 2επ. (απλ.)1. κίβδηλος, κάλπικος, πλαστός, ψεύτικος.2. καλούμενος, λεγόμενος, κατ όνομα, δήθεν•липовый писатель κατ όνομα συγγραφέας.
-
125 лицемерный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноυποκριτής διπλοπρόσωπος υποκριτικός•лицемерный человек άνθρωπος υποκριτής•
лицемерный характер υποκριτικός χαρακτήρας.
|| προσποιητός, επιτηδευτός, -ευμένος, πλαστός•-ая улыбка προσποιητό χαμόγελο.
-
126 ложный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. ψεύτικος, ψευδής•-ое свидетельство ψευδομαρτυρία.
2. πλαστός, προσποιητός, τεχνητός•-ая скромность προσποιητή σεμνότητα, η σεμνοτυφία.
3. λαθεμένος, εσφαλμένος, πεπλανημένος, ανακριβής.εκφρ.- ое положение – ψεύτικη ή αβέβαιη κατάσταση•в -ом свете – με ψεύτικη αληθοφάνεια, διαστρεβλωμένα•ложный шаг – άστοχη ενέργεια•идти по -ому пути – δε βαδίζω σωστά, ακολουθώ εσφαλμένη οδό. -
127 наигранный
επ. από μτχ.προσποιητός, επιτηδευμένος, πλαστός, αφύσικος• ψευδής•-ая веслость προσποιητή ευθυμία.
-
128 наружный
επ.1. εξωτερικός•наружный вид дома η εξωτερική.όψη του σπιτιού•
-ая поверхность η εξωτερική επιφάνεια•
-ое лекарство φάρμακο εξωτερικής χρήσης.
2. μτφ. φαινομενικός, εικονικός, πλαστός προσποιητός•-ое спокойствие φαινομενική ηρεμία.
ουσ. ουδ. -ое φάρμακο εξωτερικής χρήσης.
См. также в других словарях:
πλαστός — formed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστός — ή, ό / πλαστός, ή, όν, ΝΜΑ [πλάσσω] 1. αυτός που έχει πλαστεί, κατασκευαστεί από εύπλαστη ύλη, ιδίως από πηλό ή κερί 2. αυτός που πλάστηκε ως απομίμηση τού γνησίου, ψευδής, ψεύτικος, κίβδηλος (α. «πλαστό έγγραφο» β. «οὐ πλαστὴν τὴν φιλίαν… … Dictionary of Greek
πλαστός — ή, ό ο ψεύτικος, ο μη γνήσιος, ο μη πραγματικός: Ο τίτλος είναι πλαστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαστόν — πλαστός formed masc acc sg πλαστός formed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστοῖς — πλαστός formed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστοί — πλαστός formed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστοῦ — πλαστός formed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστῶς — πλαστός formed adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστῷ — πλαστός formed masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρόπλαστος — η, ο (Α κηρόπλαστος, ον) ο κατασκευασμένος, ο πλασμένος από κερί, κέρινος, κερένιος («μελίσσης κηρόπλαστον ὄργανον», Σοφ.) αρχ. 1. (για κορίτσι) όμορφη σαν κερένια κούκλα («ξανθώ, κηρόπλαστε, μυρόχροε», Ανθ. Παλ.) 2. κηρόδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ημίπλαστος — ἡμίπλαστος, ον (Α) αυτός που έχει πλαστεί κατά το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. εύ πλαστος, πρωτό πλαστος] … Dictionary of Greek