-
1 δυς-από-παυστος
δυς-από-παυστος, schwer zu endigen?
-
2 δυς-κατά-παυστος
δυς-κατά-παυστος, schwer zu stillen; ἄλγος Aesch. Ch. 470; schwer zu beruhigen, ψυχή Eur. Med. 109; vgl. Plut. Alex. 31.
-
3 δύς-παυστος
δύς-παυστος, schwer zu stillen, Galen. u. a. Sp.
-
4 νή-παυστος
νή-παυστος, = ἄπαυστος, Lycophr. 972.
-
5 ἀ-κατά-παυστος
ἀ-κατά-παυστος, ohne Ende, immerwährend, ἀρχή Plut. Arat. 26; τὸ μοναρχίας ἀκ. Caes. 57; στά-σεις, nicht beizulegen, Pol. 4, 17, 4; Diod. 11, 67; ὰμαρτίας, fortwährend sündigend, N. T.
-
6 ἀ-διά-παυστος
ἀ-διά-παυστος, ohne dazwischen auszuruhen, unaufhörlich, κίνδυνος Pol. 4, 39, 10; adv., 1, 57, 1.
-
7 ἄ-παυστος
-
8 απαυστος
-
9 δυσανάπαυστος
δῠσανά-παυστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσανάπαυστος
-
10 δυσκατάπαυστος
δυσκατά-παυστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσκατάπαυστος
-
11 δύσπαυστος
δύσ-παυστος, ον,A hard to stop or appease, Gal.1.334.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσπαυστος
-
12 εὐκατάπαυστος
εὐκατά-παυστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκατάπαυστος
-
13 νήπαυστος
A = ἄπαυστος: neut. as Adv.,νήπαυστον αἰάζουσα Lyc.972
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νήπαυστος
-
14 ἀδιάπαυστος
ἀδιά-παυστος, ον,A not to be stilled, incessant, violent, Plb.4.39.10, Phalar.Ep.67.3. Adv.- τως Plb.1.57.1
, Antyll. ap. Orib.4.11.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδιάπαυστος
-
15 ἀκατάπαυστος
ἀκατά-παυστος, ον,A not to be set at rest, incessant, Plb.4.17.4, D.S.11.67, etc.; that cannotceasefrom,τινός 2 Ep.Pet.2.14
. Adv. - τως Sch.A.R.1.1001.II not to be checked, irresistible, PMag.Par.1.2364.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκατάπαυστος
-
16 ἀδιάπαυστος
ἀ-διά-παυστος, ohne dazwischen auszuruhen, unaufhörlich -
17 ἀκατάπαυστος
ἀ-κατά-παυστος, ohne Ende, immerwährend; nicht beizulegen; fortwährend sündigend -
18 ἄπαυστος
ἄ-παυστος, nicht zu beruhigen, unaufhörlich -
19 δυςαπόπαυστος
-
20 δυςκατάπαυστος
δυς-κατά-παυστος, schwer zu stillen; schwer zu beruhigen
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ευκατάπαυστος — εὐκατάπαυστος, ον (ΑΜ) αυτός που καταπαύεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα παυστος (< κατα παύω), πρβλ. α κατά παυστος, δυσ κατά παυστος] … Dictionary of Greek
νήπαυστος — νήπαυστος, ον (Α) 1. ο άπαυστος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) νήπαυστον διαρκώς, χωρίς σταματημό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + παυστος (< παύω), πρβλ. ά παυστος, δύσ παυστος] … Dictionary of Greek