Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἄπαυστος

См. также в других словарях:

  • άπαυστος — ἄπαυστος, ον (AM) 1. αδιάκοπος, συνεχής, ακατάπαυστος 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον σταματήσει ή να τον ικανοποιήσει, ακόρεστος 3. αυτός που δεν απαλλάσσεται, δεν γλυτώνει από κάτι («ἄπαυστος γόων») …   Dictionary of Greek

  • ἄπαυστος — unceasing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαύστως — ἄπαυστος unceasing adverbial ἄπαυστος unceasing masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπαυστον — ἄπαυστος unceasing masc/fem acc sg ἄπαυστος unceasing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαύστοις — ἄπαυστος unceasing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαύστου — ἄπαυστος unceasing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαύστους — ἄπαυστος unceasing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαύστων — ἄπαυστος unceasing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαύστῳ — ἄπαυστος unceasing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπαυστα — ἄπαυστος unceasing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπαυστε — ἄπαυστος unceasing masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»