-
1 άπαυστος
-
2 ἄπαυστος
-
3 απαυστος
-
4 ἄπαυστος
ἄπαυστος, ον,A unceasing, never-ending, Parm.8.27; (lyr.); ; (lyr.);ἄ. καὶ ἀθάνατος φορά Pl.Cra. 417c
, etc. Adv. , Corn.ND34.2 not to be stopped or assuaged, insatiable,δίψα Th.2.49
;γνάθοι Antiph. 237.4
;ἐπιθυμίη χρημάτων Eus.Mynd.1
.II c. gen., never ceasing from,γόων E.Supp.82
(lyr.).—Cf. ἄπαυτος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄπαυστος
-
5 ἄπαυστος
ἄ-παυστος, nicht zu beruhigen, unaufhörlich -
6 άπαυστον
-
7 ἄπαυστον
-
8 απαύστως
-
9 ἀπαύστως
-
10 νή-παυστος
νή-παυστος, = ἄπαυστος, Lycophr. 972.
-
11 άπαυστα
-
12 ἄπαυστα
-
13 άπαυστε
-
14 ἄπαυστε
-
15 άπαυστοι
-
16 ἄπαυστοι
-
17 απαύστοις
-
18 ἀπαύστοις
-
19 απαύστου
-
20 ἀπαύστου
См. также в других словарях:
άπαυστος — ἄπαυστος, ον (AM) 1. αδιάκοπος, συνεχής, ακατάπαυστος 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον σταματήσει ή να τον ικανοποιήσει, ακόρεστος 3. αυτός που δεν απαλλάσσεται, δεν γλυτώνει από κάτι («ἄπαυστος γόων») … Dictionary of Greek
ἄπαυστος — unceasing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαύστως — ἄπαυστος unceasing adverbial ἄπαυστος unceasing masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπαυστον — ἄπαυστος unceasing masc/fem acc sg ἄπαυστος unceasing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαύστοις — ἄπαυστος unceasing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαύστου — ἄπαυστος unceasing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαύστους — ἄπαυστος unceasing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαύστων — ἄπαυστος unceasing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαύστῳ — ἄπαυστος unceasing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπαυστα — ἄπαυστος unceasing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπαυστε — ἄπαυστος unceasing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)