-
1 αἰολόμορφος
αἰολό-μορφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰολόμορφος
-
2 αὐτόμορφος
αὐτό-μορφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόμορφος
-
3 γυναικόμορφος
γῠναικό-μορφος, ον,A in woman's shape, ib.855, Ph.2.280.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικόμορφος
-
4 δίμορφος
A two-formed, Lyc.111,892; of twin form, Vett. Val.13.3; androgynous, D.S.32.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίμορφος
-
5 δρακοντόμορφος
δρᾰκοντό-μορφος, ον,A of serpentform, Lyc.1043, POxy.490.12 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρακοντόμορφος
-
6 δύσμορφος
δύσ-μορφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσμορφος
-
7 δωδεκάμορφος
δωδεκά-μορφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάμορφος
-
8 εἰδωλόμορφος
εἰδωλό-μορφος, ον,A formed after an image, Gp.10.9.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰδωλόμορφος
-
9 εἰκονόμορφος
εἰκονό-μορφος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰκονόμορφος
-
10 εἱλικόμορφος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἱλικόμορφος
-
11 ζωόμορφος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωόμορφος
-
12 θεατρόμορφος
A theatre-shaped, Lyc.600.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεατρόμορφος
-
13 θεόμορφος
θεό-μορφος, ον,A of form divine, AP12.196 (Strat.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόμορφος
-
14 θηλύμορφος
θηλύ-μορφος, ον,A woman-shaped, E.Ba. 353; female in type, Arist. Phgn. 809b37 ([comp] Comp.);ἰδέα Ph.2.261
; ; of the number 4, Nicom. ap. Phot.Bibl.p.144B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηλύμορφος
-
15 θηριόμορφος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηριόμορφος
-
16 κακόμορφος
κᾰκό-μορφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόμορφος
-
17 καλλίμορφος
καλλί-μορφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίμορφος
-
18 κριόμορφος
κρῑό-μορφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριόμορφος
-
19 κυκνόμορφος
κυκνό-μορφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκνόμορφος
-
20 κυνόμορφος
κῠνό-μορφος, ὁ,A = κρόκος, Ps.-Dsc.1.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνόμορφος
См. также в других словарях:
άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… … Dictionary of Greek
θεόμορφος — η, ο (Α θεόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή θεού, ο ωραίος σαν θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μορφος (< μορφή), πρβλ. ά μορφος, πολύ μορφος. Ο νεοελλ. τ. < θε (βλ. θεο ) + όμορφος (< εύ μορφος)] … Dictionary of Greek
ετερόμορφος — η, ο (ΑΜ ἑτερόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή διαφορετική από κάποιον άλλο ή απ ό, τι είναι σύνηθες νεοελλ. 1. αυτός που παρεκκλίνει από τη φυσιολογική μορφή 2. εκείνος που έχει τερατογονική διάπλαση, ο τερατόμορφος 3. (για έντομα) αυτός που… … Dictionary of Greek
εύμορφος — η, ο και ἔμορφος, η, ο και ὄμορφος, η, ο (ΑΜ εὔμορφος, ον) 1. αυτός που έχει ωραία μορφή, ωραίος, καλοκαμωμένος («εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί» η χάρη τών ωραίων εικόνων, αγαλμάτων, είναι μισητή στον άνδρα [ο οποίος επιθυμεί τη… … Dictionary of Greek
ζητόμορφος — ο (Α ζητόμορφος) σιδερένιος σύνδεσμος λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε σχήμα Ζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτα (Ζ) + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, πολύ μορφος] … Dictionary of Greek
ζωόμορφος — η, ο (Α ζῳόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή ζώου, ζωοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ) + μορφος (< μορφή), πρβλ. ά μορφος, δύσ μορφος] … Dictionary of Greek
ηερόμορφος — ἠερόμορφος, ον (Α) αυτός που έχει μορφή αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, πολύ μορφος)] … Dictionary of Greek
ηλιοακτινόμορφος — ἡλιοακτινόμορφος, ον (AM) αυτός που έχει τη μορφή τών ακτινών τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + ακτίς, ίνος + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, ποικιλό μορφος] … Dictionary of Greek
ηλιόμορφος — και λιόμορφος, η, ο (AM ἡλιόμορφος, ον) αυτός που έχει το σχήμα τού ήλιου νεοελλ. μσν. ωραίος σαν τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, πολύ μορφος] … Dictionary of Greek
ητόμορφος — ο σιδερένιος σύνδεσμος λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε σχήμα Η. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήτα + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, ποικιλό μορφος] … Dictionary of Greek
θεατρόμορφος — θεατρόμορφος, ον (Α) θεατροειδής, αυτός που έχει σχήμα θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, πολύ μορφος] … Dictionary of Greek