-
1 εικονομόρφους
-
2 εἰκονομόρφους
-
3 εἰκονόμορφος
εἰκονό-μορφος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰκονόμορφος
См. также в других словарях:
εἰκονομόρφους — εἰκονόμορφος portraitsculptor masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)