-
1 θηλύμορφος
θηλύ-μορφος, ον,A woman-shaped, E.Ba. 353; female in type, Arist. Phgn. 809b37 ([comp] Comp.);ἰδέα Ph.2.261
; ; of the number 4, Nicom. ap. Phot.Bibl.p.144B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηλύμορφος
См. также в других словарях:
θηλύμορφος — η, ο (Α θηλύμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή γυναίκας αρχ. 1. αυτός που έχει τον τύπο γυναίκας 2. ο αριθμός τέσσερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + μορφος (< μορφή), πρβλ. ά μορφος, εύ μορφος] … Dictionary of Greek