-
1 λεκτος
I3[λέγω II] избранный, отборный(στόλος Aesch.)
ᾐθέων λεκτοί Soph. — отборная молодежьII3[λέγω III] могущий быть сказанным, выразимыйἔστ΄ ἐκείνῳ πάντα λεκτά Soph. — он сказать может все, (что угодно);
οὔτε λ. οὔτε πιστός Arph. — невыразимый и невообразимый -
2 αλεκτος
-
3 αμφιλεκτος
21) спорящий, оспаривающийἀ. κράτει Aesch. — борющийся за власть
2) задорный, завзятый(ἔρις Eur., Luc.)
3) угрожающий с двух сторон, двойной(πήματα Aesch.)
-
4 αντιλεκτος
-
5 απολεκτος
-
6 δυσλεκτος
-
7 εκλεκτος
3избранный, отборный(τῶν ψιλῶν ἐκλεκτοί Thuc.; τὸ τῶν ἐκλεκτῶν δικαστήριον Plat.; πολλοί εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί NT.)
-
8 επιλεκτος
-
9 λεκτα
τά [λεκτός II] ( у стоиков) номинальные вещи, отвлеченности (понятия вроде времени и пространства, которые, по мнению стоиков, существуют в мысли, и в слове, но не в предметной, действительности) Diog.L., Plut. -
10 μυριολεκτος
См. также в других словарях:
Λεκτός — gathered masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκτός — gathered masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκτός — ή, ό (Α λεκτός, ή, όν) [λέγω] αυτός που μπορεί να λεχθεί («ἀλλ ἔστ ἐκείνῳ πάντα λεκτά», Φίλ.) αρχ. 1. εκλεκτός, διαλεχτός («ἀλλ εὐσταλῆ τοι λεκτὸν ἀροῡμεν στόλον», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεκτόν α) έκφραση β) λέξη που έχει σημασία γ) στον… … Dictionary of Greek
λεκτά — λεκτός gathered neut nom/voc/acc pl λεκτά̱ , λεκτός gathered fem nom/voc/acc dual λεκτά̱ , λεκτός gathered fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκτόν — λεκτός gathered masc acc sg λεκτός gathered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεκτοῖο — Λεκτός gathered masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκτοῖο — λεκτός gathered masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεκτοῖς — Λεκτός gathered masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκτοῖς — λεκτός gathered masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεκτοί — Λεκτός gathered masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκτοί — λεκτός gathered masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)