-
41 ὁλός
ὁλός, ὁ, = ϑολός, B. A. 12, 24. So Dosiad. ar., (XV, 25).
-
42 ἐν-θόλερος
ἐν-θόλερος od. ἔν-θολος, sehr schmutzig, Sp.
-
43 αθολος
-
44 θολοω
-
45 ουράνιος
α, ο [ος и ία, ον 1.1) небесный, относящийся к нёбу;ουράνιο τόξο — радуга;
ουράνιος θόλος — небосклон;
ουράνια σώματα — небесные тела;
2) перен. небесный, прелестный, изуми тельный;ουράνια φωνή — изумительный голос;
ουράνιον κάλλος — небесная красота;
2.:τα ουράνια — небеса;
ανεβάζω στα ουράνι — превозносить до небес
-
46 θολοίς
θολόςmud: masc dat plθολόωmake turbid: pres opt act 2nd sgθολόωmake turbid: pres subj act 2nd sgθολόωmake turbid: pres ind act 2nd sg -
47 θολοῖς
θολόςmud: masc dat plθολόωmake turbid: pres opt act 2nd sgθολόωmake turbid: pres subj act 2nd sgθολόωmake turbid: pres ind act 2nd sg -
48 θολού
θολόςmud: masc gen sgθολόωmake turbid: pres imperat mp 2nd sgθολόωmake turbid: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
49 θολοῦ
θολόςmud: masc gen sgθολόωmake turbid: pres imperat mp 2nd sgθολόωmake turbid: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
50 θολών
θολόςmud: masc gen plθολόωmake turbid: pres part act masc voc sg (doric aeolic)θολόωmake turbid: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)θολόωmake turbid: pres part act masc nom sgθολόωmake turbid: pres inf act (doric) -
51 θολῶν
θολόςmud: masc gen plθολόωmake turbid: pres part act masc voc sg (doric aeolic)θολόωmake turbid: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)θολόωmake turbid: pres part act masc nom sgθολόωmake turbid: pres inf act (doric) -
52 θόλω
-
53 θόλῳ
-
54 τρούλος
-
55 θολερός
A muddy, foul, turbid, opp. καθαρός or λαμπρός, prop. of troubled water, Hdt.4.53, Hp.Aër.8, Th.2.102;θ. καὶ πηλώδης Pl.Phd. 113b
: metaph.,λαμπρὸν δὲ θολερῷ δῶμα συμμείξας E. Supp. 222
;θ. οὖρα Hp.Epid.1.7
; ([comp] Sup. - ώτατος); αἷμα Arist.Somn.Vig. 458a14
([comp] Sup.);χυμοί Thphr.CP6.3.4
([comp] Comp.);νεφέλαι AP9.277
(Antiphil.):χρώς Ael.NA14.9
;πλίνθος Theoc.16.62
;δύσμορφον ἡ ὗς καὶ θολερόν Plu.2.670a
.2 θ. πνεῦμα dub. l. in Hp. Prorrh.1.39 (v. θαλερός).II metaph., troubled by passion or madness, θολεροὶ λόγοι troubled words of passion (compared to a torrent), A.Pr. 885 (anap.); θολερῷ χειμῶνι νοσήσας with turbid storm of madness, S.Aj. 206 (anap.); θολερῷ κυνόδοντι with passionate tooth, Nic.Th. 130 codd. ( θαλερῷ cj. Schneider). Adv. - ρῶς dub. in Com.Adesp.865.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θολερός
-
56 θολία
-
57 θολοειδής
θολο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θολοειδής
-
58 θολωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θολωτός
-
59 θυμέλη
A place of burning, hearth,θυμέλαι οἴκων E.Rh. 234
(lyr.), cf. A.Supp. 669 (lyr.);Κυκλώπων θυμέλαι E.IA 152
(anap.); but usu. of sacrificial hearths or altars, δεξίπυροι θεῶν θ. Id.Supp.64 (lyr.); ἁ Φοίβου θ. Id. Ion 114 (lyr.), cf. 46, al.; Ἑστία, δίδου.. ἀμφὶ σὰν θ.χορεύειν Aristonous 2.17
; also of braziers, (lyr.); ἡ θ. τοῦ βωμοῦ the surface on which fire was kindled, IG11(2).161A95 (Delos, iii B.C.).II esp. of the altar of Dionysus which stood in the orchestra of the theatre, Διονυσιὰς θ. Pratin.Lyr.1.2, cf.EM743.37, etc.: hence in later writers,b the orchestra, Phryn. 142, Sch.AristId.p.536 D.: hence of the chorus, opp. actors, θυμέλῃσι καὶ ἐν σκηνῇσι τεθηλώς, of Sophocles, AP7.21 (Simm.); cf. sq.c the stage, Phryn.PSp.74 B., EM653.8, etc. (hence generally, platform, stage, Plu.Alex.67); so ὁ ἀπὸ τῆς θ., of a dramatic poet, Id.Demetr. 12, etc.; ὥσπερ ἐκ θ., i.e. theatrical, Id.2.405d; actuarii thymelae equorumque currulium, Cod.Theod.8.7.21.d αἱ ἐτήσιοι θ. annual stage-performances, Alciphr.2.3, cf. POxy.1143.3 (i A.D.), IG 14.2342.IV = θυλήματα, Pherecr.214. -
60 παραθόλιον
παραθόλιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραθόλιον
См. также в других словарях:
θολός — mud masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόλος — round building with conical roof fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * ο (ΑΜ θόλος, ὁ και ἡ, Μ και ουδ. θόλον, τό)… … Dictionary of Greek
θολός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * (I) ο (ΑΜ θολός) το πυκνό μαύρο υγρό που… … Dictionary of Greek
θόλος — ο 1. ημισφαιρική οροφή κτιρίου, τρούλος: Ο θόλος αποτελεί το πιο βασικό γνώρισμα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. 2. κυκλικό κτίριο στην αρχαία Ελλάδα: Θόλος της Επιδαύρου. 3. «ουράνιος θόλος», ουρανός· «θόλος του κρανίου», κοίλωμα του κρανίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θολός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δεν είναι διαυγής: Θολό νερό. – Θολό κρασί. 2. θαμπός: Θολό τζάμι. 3. σκοτεινός: Θολός ουρανός. 4. φρ., «Ψαρεύει στα θολά», ενεργεί ύποπτα. ο μελάνι που χύνουν οι σουπιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δόμος ή θόλος — Τεκτονική γεωλογική μορφή, με σχήμα περίπου ημισφαιρικό. Οφείλει τη γένεσή της σε ορισμένους σχηματισμούς πετρωμάτων, που παρουσιάζουν αρκετά υψηλή πλαστικότητα και χαμηλή πυκνότητα, όπως, για παράδειγμα, το αλάτι και τα αλατοφόρα στρώματα. Οι… … Dictionary of Greek
Κάτω Θόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 163 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, αριστερά του ποταμού Νέστου, 43 χλμ. ΒΑ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρανεστίου … Dictionary of Greek
θολιάζω — [θολός] (λαϊκ. τ.) θολώνω, θολαίνω … Dictionary of Greek
θολοῖς — θολός mud masc dat pl θολόω make turbid pres opt act 2nd sg θολόω make turbid pres subj act 2nd sg θολόω make turbid pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θολοί — θολός mud masc nom/voc pl θολόω make turbid pres subj mp 2nd sg θολόω make turbid pres ind mp 2nd sg θολόω make turbid pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)