-
1 αθολος
-
2 άθολος
αθόλωτος, η, ο [ος, ον ]1) прозрачный, чистый; 2) не имеющий свода, купола -
3 ἄθολος
ἄθολ-ος, ον,A not turbid, clear, Luc.Hist.Conscr.51: [comp] Sup., Olymp. in Mete.271.22. -
4 ἄθολος
-
5 αθολώτατον
-
6 ἀθολώτατον
-
7 αθόλω
-
8 ἀθόλῳ
-
9 καθόλου
καθόλουon the whole: indeclform (adverb)——————ἀθόλου, ἄθολοςnot turbid: masc /fem /neut gen sgἐθόλου, θολόωmake turbid: imperf ind act 3rd sg
См. также в других словарях:
άθολος — (I) η, ο (Α ἄθολος, ον) [θολός] μη θολός, αθόλωτος, διάφανος, διαυγής καθαρός. (II) η, ο [θόλος] αυτός που δεν έχει θόλο … Dictionary of Greek
ἀθολώτατον — ἄθολος not turbid masc acc superl sg ἄθολος not turbid neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθόλῳ — ἄθολος not turbid masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθόλωτος — (I) η, ο (Α ἀθόλωτος, ον) [θολῶ] μη θολωμένος, καθαρός μσν. 1. αγνός, αμόλυντος 2. απαραβίαστος 3. αυτός που δεν κλονίζεται από ταραχές 4. μτφ. αυτός που δεν ταράζεται, ο ψύχραιμος. (II) η, ο ο δίχως θόλο, ο μη θολωτός, αθολοσκέπαστος, άθολος.… … Dictionary of Greek
ԱՆՊՂՏՈՐ — ( ) NBH 1 0231 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 10c, 12c ա. ἅθολος, ἁθόλωτος, ἁνεπιθόλωτος non turbidus, non turbatus, limpidus, tranquillus Ոչ պղտոր. ոչ պղտորեալ. յստակ. վճիտ. անխառն. եւ Հանդարտ. անխռով. *Անպղտոր յստակութեամբ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
αθόλωτος — αθόλωτος, η, ο και άθολος, η, ο 1. αυτός που δεν είναι θολός, καθαρός: Το κρασί ήταν αθόλωτο. 2. αυτός που δεν έχει θόλο: Η εκκλησία αυτή δεν πρέπει να χτιστεί αθόλωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἀθόλου — ἀθόλου , ἄθολος not turbid masc/fem/neut gen sg ἐθόλου , θολόω make turbid imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)