Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄθολος

См. также в других словарях:

  • άθολος — (I) η, ο (Α ἄθολος, ον) [θολός] μη θολός, αθόλωτος, διάφανος, διαυγής καθαρός. (II) η, ο [θόλος] αυτός που δεν έχει θόλο …   Dictionary of Greek

  • ἀθολώτατον — ἄθολος not turbid masc acc superl sg ἄθολος not turbid neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθόλῳ — ἄθολος not turbid masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθόλωτος — (I) η, ο (Α ἀθόλωτος, ον) [θολῶ] μη θολωμένος, καθαρός μσν. 1. αγνός, αμόλυντος 2. απαραβίαστος 3. αυτός που δεν κλονίζεται από ταραχές 4. μτφ. αυτός που δεν ταράζεται, ο ψύχραιμος. (II) η, ο ο δίχως θόλο, ο μη θολωτός, αθολοσκέπαστος, άθολος.… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՊՂՏՈՐ — ( ) NBH 1 0231 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 10c, 12c ա. ἅθολος, ἁθόλωτος, ἁνεπιθόλωτος non turbidus, non turbatus, limpidus, tranquillus Ոչ պղտոր. ոչ պղտորեալ. յստակ. վճիտ. անխառն. եւ Հանդարտ. անխռով. *Անպղտոր յստակութեամբ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • αθόλωτος — αθόλωτος, η, ο και άθολος, η, ο 1. αυτός που δεν είναι θολός, καθαρός: Το κρασί ήταν αθόλωτο. 2. αυτός που δεν έχει θόλο: Η εκκλησία αυτή δεν πρέπει να χτιστεί αθόλωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κἀθόλου — ἀθόλου , ἄθολος not turbid masc/fem/neut gen sg ἐθόλου , θολόω make turbid imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»