-
1 πυρί-δαπτος
πυρί-δαπτος, vom Feuer verzehrt, λαμπάς, Aesch. Eum. 993.
-
2 ἄ-δαπτος
ἄ-δαπτος, nicht zerfleischt, VLL.
-
3 πυριδαπτος
-
4 πυρίδαπτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρίδαπτος
-
5 ἄδαπτος
-
6 πυρίδαπτος
См. также в других словарях:
πυρίδαπτος — ον, Α αυτός που καταναλώθηκε από τη φωτιά («περιδάπτῳ λαμπάδι τερπόμεναι καθ ὁδόν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + δαπτος (< δάπτω «καταβροχθίζω»), πρβλ. Ηφαιστό δαπτος] … Dictionary of Greek