-
1 σκολιό-βουλος
σκολιό-βουλος, von krummen, listigen Rathschlägen, Anschlägen, Sund. u. B. A. 329, für ἀγκυλομήτης.
-
2 σκολιόβουλος
σκολῐό-βουλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκολιόβουλος
-
3 σκολιόβουλος
σκολιό-βουλος, von krummen, listigen Ratschlägen, Anschlägen
См. также в других словарях:
καλόβουλος — η, ο (Μ καλόβουλος, ον) αυτός που έχει αγαθά φρονήματα, ο καλός μσν. ο συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + βουλος (< βουλή), πρβλ. ορθό βουλος, σκολιό βουλος] … Dictionary of Greek