-
121 ἀπαράβλητος
ἀπαρά-βλητος, ον,A incomparable, PLond.2.232.5 (iv A.D.), f.l. for -βατος in Ph.2.509.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαράβλητος
-
122 ἀπερίβλητος
ἀπερί-βλητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπερίβλητος
-
123 ἀπόβλητος
A to be thrown away or aside, as worthless, ; ;γίγαρτον Simon.88
, etc., cf. Hp.Ep.10 and late Prose, as Ph.2.294, Luc.Tox. 37, Plu.2.821a, Plot.6.7.31, Procop.Arc.11.2 capable of being thrown off, Iamb.l.c.; capable of being lost, D.L.l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόβλητος
-
124 Ἀπολλωνόβλητος
Ἀπολλωνό-βλητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀπολλωνόβλητος
-
125 ἀστεροβλής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστεροβλής
-
126 ἀστρόβλητος
ἀστρό-βλητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστρόβλητος
-
127 ἀστροβόλητος
ἀστρο-βόλητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστροβόλητος
-
128 ἀσύμβλητος
A not addible, Arist.Metaph. 1080b9; not comparable, ib. 1055a7; ἀ. πρός τι or τινί, incomparable with, far superior to, Epicur.Ep.1p.31U., Fr. 556, cf. Plu.2.1125c.3 of weights or measures, not true according to the standard, IG2.476.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσύμβλητος
См. также в других словарях:
βλητός — stricken masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητός — ή, ό (Α βλητός, ή, όν) [βάλλω] αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βλήμα, να εκτοξευθεί αρχ. 1. χτυπημένος 2. (για ζώα) ο βλητικός* … Dictionary of Greek
βλητός — ή, ό αυτός που μπορεί να δεχθεί χτύπημα με βλήμα: Το στρατηγείο του εχθρού βρίσκεται σε βλητή απόσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλητῶν — βλητός stricken fem gen pl βλητός stricken masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητόν — βλητός stricken masc acc sg βλητός stricken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληταί — βλητός stricken fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητοί — βλητός stricken masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητοῦ — βλητός stricken masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητούς — βλητός stricken masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνόβλητος — η, ο (Α κεραυνόβλητος, ον) ο χτυπημένος από κεραυνό, κεραυνόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. περί βλητος, ποθό βλητος] … Dictionary of Greek
χιονόβλητος — ον, Α χιονισμένος («εἴτ ἐπ Ὀλύμπου κορυφαῑς ἱεραῑς χιονοβλήτοισι κάθησθε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. λιθό βλητος, πυρί βλητος] … Dictionary of Greek