-
1 ἀπό-βλητος
ἀπό-βλητος, weggeworfen; verwerflich, verächtlich, ἔπος Il. 2, 361, ϑεῶν δῶρα 3, 65; auch Sp., wie L uc. Tox. 27 u. öfter.
-
2 εὐ-από-βλητος
εὐ-από-βλητος, leicht zu verlieren, Simplic. zu Epict. p. 191.
-
3 δυς-από-βλητος
δυς-από-βλητος, schwer wegzuwerfen, zu entfernen, Sp.
-
4 ἀν-από-βλητος
ἀν-από-βλητος, unverwerflich, unverächtlich.
-
5 ἀπό-βολος
-
6 ἀπόβλητος
A to be thrown away or aside, as worthless, ; ;γίγαρτον Simon.88
, etc., cf. Hp.Ep.10 and late Prose, as Ph.2.294, Luc.Tox. 37, Plu.2.821a, Plot.6.7.31, Procop.Arc.11.2 capable of being thrown off, Iamb.l.c.; capable of being lost, D.L.l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόβλητος
-
7 ἀπόβλητος
ἀπό-βλητος: to be spurned, despised, w. neg., Il. 2.361 and Il. 3.65.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπόβλητος
-
8 ἀπόβλητος
ἀπό-βλητος, weggeworfen; verwerflich, verächtlich -
9 αποβλητος
-
10 ἀναπόβλητος
ἀν-από-βλητος, unverwerflich, unverächtlich -
11 δυςαπόβλητος
δυς-από-βλητος, schwer wegzuwerfen, zu entfernen -
12 εὐαπόβλητος
См. также в других словарях:
ευαπόβλητος — εὐαπόβλητος, ον (Α) αυτός τον οποίο χάνει, αποβάλλει κάποιος εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο βλητος (< απο βάλλω), πρβλ. αν απόβλητος, δυσ από βλητος] … Dictionary of Greek
εύβλητος — εὔβλητος, ον (Α) αυτός που βάλλεται εύκολα, ο ευπρόσβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βλητός (< βάλλω), πρβλ. από βλητος] … Dictionary of Greek
λοιμόβλητος — η, ο αυτός που προσβλήθηκε από τον λοιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + βλητος (< βάλλω), πρβλ. α πυρό βλητος, μυρό βλητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν νομοτεχνικόν ιταλοελληνικόν] … Dictionary of Greek
κεραυνόβλητος — η, ο (Α κεραυνόβλητος, ον) ο χτυπημένος από κεραυνό, κεραυνόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. περί βλητος, ποθό βλητος] … Dictionary of Greek
πανωλόβλητος — η, ο αυτός που έχει προσβληθεί από τη νόσο πανώλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανώλης + βλητος (βάλλω), πρβλ. πανικό βλητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek
πετρόβλητος — ον, Μ 1. αυτός που έχει χτυπηθεί από ρίξιμο πέτρας 2. (για νεφρό) αυτός που έχει προσβληθεί από λιθίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + βλητος (< βάλλω), πρβλ. λιθό βλητος] … Dictionary of Greek
χολερόβλητος — η, ο, Ν ιατρ. αυτός που έχει προσβληθεί από χολέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολέρα + βλητος (< βάλλω), πρβλ. πανικό βλητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
νεφόβλητος — νεφόβλητος, ον (Α) αυτός που ρίχνεται, που προέρχεται από τα σύννεφα («νεφόβλητος χάλαζα», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + βλητος (< βάλλω), πρβλ. χιονό βλητος] … Dictionary of Greek
ποθόβλητος — ον, Α 1. βληθείς, χτυπημένος, τραυματισμένος από πόθο («ποθοβλήτου Ἀναξαγόρα», Σιλεντ.) 2. αυτός που διεγείρει, που προκαλεί τον πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + βλητος (< βάλλω «χτυπώ»), πρβλ. κεραυνό βλητος] … Dictionary of Greek
αστραπόβλητος — ἀστραπόβλητος, ον (Μ) χτυπημένος από αστραπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + βλητος < βάλλω] … Dictionary of Greek
αστρόβλητος — ἀστρόβλητος, ον (Α)·αυτός που έχει καεί ή έχει μαραθεί από τον καυτό ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + βλητος < (θ.) βλη , βάλλω] … Dictionary of Greek