-
1 βλητός
βλητόςstricken: masc nom sg -
2 βλητός
2 v. βλητικόν. -
3 βλητόν
βλητόςstricken: masc acc sgβλητόςstricken: neut nom /voc /acc sg -
4 βληταί
βλητόςstricken: fem nom /voc pl -
5 βλητοί
βλητόςstricken: masc nom /voc pl -
6 βλητούς
βλητόςstricken: masc acc pl -
7 βλητών
-
8 βλητῶν
-
9 βλητού
-
10 βλητοῦ
-
11 βελτός
-
12 βλητικόν
βλητ-ικόν, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλητικόν
-
13 Διόβλητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διόβλητος
-
14 δυσαπόβλητος
δῠσαπό-βλητος, ον,A hard to get rid of,πυρετός Alex.Aphr.Febr.19
; hard to cast away, Olymp.in Alc.p.51 C.; hard to lose, Id.in Cat.116.25, cf. Ammon.in Cat.82.8, Simp.in Cat.228.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσαπόβλητος
-
15 δυσέμβλητος
δῠσέμ-βλητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσέμβλητος
-
16 δυσεπίβλητος
δῠσεπί-βλητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσεπίβλητος
-
17 δυσμετάβλητος
δυσμετά-βλητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσμετάβλητος
-
18 δυσπαράβλητος
δυσπαρά-βλητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσπαράβλητος
-
19 δυσσύμβλητος
A v. δυσξύμβ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσσύμβλητος
-
20 εὐαπόβλητος
εὐαπό-βλητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐαπόβλητος
См. также в других словарях:
βλητός — stricken masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητός — ή, ό (Α βλητός, ή, όν) [βάλλω] αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βλήμα, να εκτοξευθεί αρχ. 1. χτυπημένος 2. (για ζώα) ο βλητικός* … Dictionary of Greek
βλητός — ή, ό αυτός που μπορεί να δεχθεί χτύπημα με βλήμα: Το στρατηγείο του εχθρού βρίσκεται σε βλητή απόσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλητῶν — βλητός stricken fem gen pl βλητός stricken masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητόν — βλητός stricken masc acc sg βλητός stricken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληταί — βλητός stricken fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητοί — βλητός stricken masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητοῦ — βλητός stricken masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητούς — βλητός stricken masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνόβλητος — η, ο (Α κεραυνόβλητος, ον) ο χτυπημένος από κεραυνό, κεραυνόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. περί βλητος, ποθό βλητος] … Dictionary of Greek
χιονόβλητος — ον, Α χιονισμένος («εἴτ ἐπ Ὀλύμπου κορυφαῑς ἱεραῑς χιονοβλήτοισι κάθησθε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. λιθό βλητος, πυρί βλητος] … Dictionary of Greek