-
1 άψινθος
-
2 ἄψινθος
-
3 ἄψινθος
ἄψινθος, ἡ, = ἀψίνϑιον, N. T.
-
4 αψινθος
-
5 Ἄψινθος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ἄψινθος
-
6 Άψινθος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Άψινθος
-
7 άψινθος
η см. αψιθιά -
8 Ἄψινθος
полынь (сильнопахнущее растение, содержащее горький сок).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἄψινθος
-
9 Ἄψινθος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἄψινθος
-
10 ἀψίνθιον
ἀψίνθιον, ου, τό (Hippocr. et al.; X., An. 1, 5, 1; PSI 1180, 55; StudPal XX, 27, 9; PRyl IV ind.; Pr 5:4 Aq.; Jer 9:15; 23:15; so in rabb.) and ἄψινθος, ου, ἡ (Aretaeus [II A.D.], χρονίων νούσων θερ. 1, 13 Hude; on the art. s. Mussies 197) a plant of the genus ‘Artemisia’, proverbially bitter to the taste, yielding a dark green oil (the rendering wormwood derives from its association with medicinal use to kill intestinal worms) τὸ ἐλάχιστον ἀ. a very little bit of wormwood Hm 5, 1, 5. In imagery, water changed to wormw., i.e. the water became bitter as wormw. Rv 8:11b. As name of a star, and (prob. because of ὁ ἀστήρ) masc. ὁ Ἄψινθος ibid. a (s. Boll 41f).—DELG s.v. ἄψινθος. -
11 полый
1. (пустой внутри, ничем не заполненный) άδειος, κενός, κούφιος, κοίλος 2. (разлившийся весной по вскрытии реки, вышедшей из берегов) ξεχειλισμένος, πλημμυρισμένος. полынь ο άψινθος, η αψινθίνηгорькая - η Αρτεμισία, τοπέλινοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > полый
-
12 полынь
полы||ньж ἡ ἄψινθος, τό ἀψίνθιον, ἡ ἀψι(ν)θιά. -
13 άψινθον
-
14 ἄψινθον
-
15 αψίνθου
-
16 ἀψίνθου
-
17 αψίνθω
-
18 ἀψίνθῳ
-
19 894
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 894
-
20 ἀψίνθιον
ἀψίνθ-ιον, τό,A wormwood, Artemisia Absinthium, Hp.Morb.3.11, Mul.1.74, X.An. 1.5.1, Thphr.HP1.12.1, Dsc.3.23;ἀψινθίῳ κατέπασας Ἀττικὸν μέλι Men.708
:—also [full] ἄψινθος, ἡ, Aret.CD1.13, but ὁ, Apoc.8.11; and [full] ἀψινθία, ἡ, Alex. Trall.1.10.II ἀψίνθιον, = ἀβρότονον, Ps.-Dsc.3.24.2 = Artemisia monosperma, Aq.Pr.5.4.3 ἀ. θαλάσσιον, = σέριφον, Dsc.3.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀψίνθιον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄψινθος — wormwood fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άψινθος — η (Α ἄψινθος) φυτό ποώδες, αρωματικό με πικρή γεύση, χρήσιμο στη φαρμακευτική και κυρίως στην ποτοποιία για την παρασκευή του ποτού αψέντι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. προελληνικός όρος. Σ΄ αυτή την υπόθεση οδηγεί κυρίως το στοιχείο νθ , το οποίο χαρακτηρίζει… … Dictionary of Greek
ἀψίνθου — ἄψινθος wormwood fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψίνθῳ — ἄψινθος wormwood fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄψινθον — ἄψινθος wormwood fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αψιθιά — Φυτό φρυγανώδες της οικογένειας των συνθέτων. Είναι πολύ αρωματική και πικρή και στη φαρμακολογία βοτάνων χρησιμοποιείται για τις αντιελμινθικές, αντιπυρετικές, αντισηπτικές και διουρητικές ιδιότητές της. Περιέχει ένα πλούσιο σε διάφορες ουσίες… … Dictionary of Greek
Chernobyl in popular culture — The Chernobyl disaster has received worldwide media attention. Discussion of Nuclear EnergyThe secrecy inherent in Soviet management was blamed for both the accident and the subsequent poor response; the accident, it is argued, hastened the… … Wikipedia
αψέντι — (absinthe). Ποτό που προέρχεται από απόσταγμα αλκοόλης που περιέχει και σπέρματα γλυκάνισου και μάραθου και φύλλα α. Το α. είναι πλούσιο σε αλκοόλη (47 67%). Το ποτό αυτό, που παρασκευάζεται παραδοσιακά στην Τσεχία, συνδέθηκε με τους ρομαντικούς… … Dictionary of Greek
αψίνθινος — ἀψίνθινος, ον (Μ) [άψινθος] εκείνος που παρασκευάζεται με αψιθιά … Dictionary of Greek
αψινθίτης — ἀψινθίτης, ο (AM) [άψινθος] κρασί στο οποίο προστίθεται αψιθιά … Dictionary of Greek
ՕՇԻՆԴՐ — (ընդեր, կամ դրի.) NBH 2 1028 Chronological Sequence: 10c ՕՇԻՆԴՐ որ եւ ՕՇԻՆՏՐ, կամ ԱՒՇԻՆԴՐ. եւս եւ ԱՓՍԻՆԴ, ԱՓՍՆԴԻՆ. ἁψίνθιον, ἅψινθος absinthium. Խոտ դառն յոյժ, այլ օգտակար ʼի դեղ. ափսինդ. ... *Օշինդրն, եկ դառնութիւն իւր: Ընդ քաղցրութեանն ճաշակ՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)