-
1 αψίνθια
-
2 ἀψίνθια
-
3 αψινθία
η см. αψιθιά 1 -
4 полынь
-и θ.αψίνθιο, αψέντι, αψίνθια. -
5 ἀψίνθιον
ἀψίνθ-ιον, τό,A wormwood, Artemisia Absinthium, Hp.Morb.3.11, Mul.1.74, X.An. 1.5.1, Thphr.HP1.12.1, Dsc.3.23;ἀψινθίῳ κατέπασας Ἀττικὸν μέλι Men.708
:—also [full] ἄψινθος, ἡ, Aret.CD1.13, but ὁ, Apoc.8.11; and [full] ἀψινθία, ἡ, Alex. Trall.1.10.II ἀψίνθιον, = ἀβρότονον, Ps.-Dsc.3.24.2 = Artemisia monosperma, Aq.Pr.5.4.3 ἀ. θαλάσσιον, = σέριφον, Dsc.3.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀψίνθιον
-
6 ἀψίνθιον
Grammatical information: n.Meaning: `wormwood, Artemisia Absinthium' (Hp.).Derivatives: ἀψινθίτης οἶνος (Dsc.); ἀψινθᾶτον `drink prepared with w.' (Aët.) and ἀψινθάτιον (Pap.); cf. Lat. absinthiātum ( vinum).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The suffix - νθ- proves Pre-Gr. origin.Page in Frisk: 1,204Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀψίνθιον
См. также в других словарях:
αψινθία — η και αψίνθιον, το η αψιθιά … Dictionary of Greek
ἀψίνθια — ἀψίνθιον wormwood neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αψιθιά — Φυτό φρυγανώδες της οικογένειας των συνθέτων. Είναι πολύ αρωματική και πικρή και στη φαρμακολογία βοτάνων χρησιμοποιείται για τις αντιελμινθικές, αντιπυρετικές, αντισηπτικές και διουρητικές ιδιότητές της. Περιέχει ένα πλούσιο σε διάφορες ουσίες… … Dictionary of Greek
άψινθος — η (Α ἄψινθος) φυτό ποώδες, αρωματικό με πικρή γεύση, χρήσιμο στη φαρμακευτική και κυρίως στην ποτοποιία για την παρασκευή του ποτού αψέντι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. προελληνικός όρος. Σ΄ αυτή την υπόθεση οδηγεί κυρίως το στοιχείο νθ , το οποίο χαρακτηρίζει… … Dictionary of Greek