Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ζητάω

  • 1 άχορο(ν)

    το солома;

    § δεν τρώγω άχορα — я не дурак, я не простак;

    ζητάω ( — или γυρεύω) ψύλλους στ' άχορα — искать блох, придираться к мелочам;

    από κακό χρεοφειλέτη κι' ένα σακκί άχορα — погов, с паршивой овцы хоть шерсти клок

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άχορο(ν)

  • 2 άχορο(ν)

    το солома;

    § δεν τρώγω άχορα — я не дурак, я не простак;

    ζητάω ( — или γυρεύω) ψύλλους στ' άχορα — искать блох, придираться к мелочам;

    από κακό χρεοφειλέτη κι' ένα σακκί άχορα — погов, с паршивой овцы хоть шерсти клок

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άχορο(ν)

  • 3 ζητώ

    (ε), ζητάω 1. μετ.
    1) искать, разыскивать; 2) просить, спрашивать;

    ζητώ άδεια (συγγνώμη) — просить разрешения (извинения);

    3) требовать, отстаивать, добиваться;

    ζητώ τό δίκιο μου — отстаивать своё право, требовать своего;

    4) перен. искать (чего-л.), стремиться (к чему-л.);

    ζητώ καυγά — искать ссоры;

    ζητώ αφορμή γιά να... — искать повода к чему-л.;

    2. αμετ. быть в состоянии течки (о животных):

    ζητούμαι

    1) — иметь спрос, пользоваться спросом;

    2) τριτοπρόσ.:

    ζητείται — требуется;

    ζητούνται εργάτες — требуются рабочие

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ζητώ

См. также в других словарях:

  • ζητάω — / ζητώ, ζήτησα βλ. πίν. 58 και πρβλ. ζητώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… …   Dictionary of Greek

  • ζητώ — ζητώ, ζήτησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. ζητάω Σημειώσεις: ζητώ, ζητούμαι : η κλίση κατά το θεωρώ είναι σπάνια, σε επίσημο ύφος λόγου και σε τυποποιημένες εκφράσεις όπως: ποιος τον ζητεί παρακαλώ; (σε τηλεφωνική συνομιλία), ή σε αγγελίες (ζητείται… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συμβουλεύομαι — συμβουλεύομαι, συμβουλεύτηκα βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: συμβουλεύομαι : η έννοια διαφοροποιείται στην παθητική φωνή. Το ρ. σημαίνει → ζητάω συμβουλή ή γνώμη, πληροφορία για κάτι (π.χ. συμβουλευτείτε το Χρυσό Οδηγό) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζητώ — και ζητάω ησα, ήθηκα, ζητημένος 1. ερευνώ, ψάχνω: Ζητάει να βρει το χαμένο του παιδί. 2. επιδιώκω, διεκδικώ: Ζητάς τα αδύνατα. – Ζητώ εκδίκηση. – Ζητώ μόνον αυτά που δικαιούμαι. 3. ζητιανεύω, θέλω κάτι από κάποιον: Ζητάει χρήματα από όλους. – Τι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»