-
21 ἀφίλῳ
-
22 αφίλων
-
23 ἀφίλων
-
24 ἀγείτων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγείτων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄφιλος — friendless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφιλος — η, ο (AM ἄφιλος, ον) ο χωρίς φίλους, χωρίς αγαπητά πρόσωπα αρχ. 1. μη φιλικός, μισητός 2. ο μη κοινωνικός … Dictionary of Greek
άφιλος — η, ο αυτός που δεν έχει φίλους: Δε σου κάνει εντύπωση πώς είναι άφιλος; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφίλως — ἄφιλος friendless adverbial ἄφιλος friendless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφιλον — ἄφιλος friendless masc/fem acc sg ἄφιλος friendless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφίλοις — ἄφιλος friendless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφίλου — ἄφιλος friendless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφίλους — ἄφιλος friendless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφίλων — ἄφιλος friendless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφίλῳ — ἄφιλος friendless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφιλα — ἄφιλος friendless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)