-
1 άφατος
-
2 ἄφατος
-
3 ἄφατος
1 monstrous ἀγχομένοις δὲ χρόνος ψυχὰς ἀπέπνευσεν μελέων ἀφάτων of the serpents slain by Herakles N. 1.47 -
4 ἄφατος
ἄφᾰτος, ον,2 unutterable, ineffable, (lyr.);ἄ. μέλεα
monstrous,Pi.
N.1.47;κεφαλαί AP6.112
(Pers.); ἄ. χρήματα untold sums, Hdt.7.190; ἄ. νέφος, κτύπος, S.OT 1314 (lyr.), OC 1464 (lyr.); ὀρνιθαρίων ἄφατον (Schw. for - των)πλῆθος Anaxandr.41.63
;πώλων ἄφατον τάχος IG14.2012.4
(Sulp. Max.);ἡδονή Phld.D.3.14
;ὑπερβολὴ δυνάμεως Hermog.Inv.1.4
;δύναμις Plot.4.8.6
; ἄφατον ὡς .. there's no saying how.., i.e. marvellously, immensely, Ar.Av. 428, Lys. 198. Adv.- τως Dsc.1.13
. -
5 άφατον
-
6 ἄφατον
-
7 αφάτως
-
8 ἀφάτως
-
9 άφατα
-
10 ἄφατα
-
11 άφατοι
-
12 ἄφατοι
-
13 αφάτοις
-
14 ἀφάτοις
-
15 αφάτου
-
16 ἀφάτου
-
17 αφάτους
-
18 ἀφάτους
-
19 αφάτω
-
20 ἀφάτῳ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄφατος — not uttered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφατος — η, ο (AM ἄφατος, ον) αυτός που είναι δύσκολο να περιγραφεί, απερίγραπτος, ανέκφραστος αρχ. ο δίχως όνομα, ανώνυμος, ασήμαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φᾰτος < φᾰ εξασθενωμένη βαθμίδα του φημί] … Dictionary of Greek
άφατος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να οριστεί με λέξεις, ο ανέκφραστος, ο ανείπωτος: Η λύπη του για το χαμό του παιδιού του είναι άφατη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφάτως — ἄφατος not uttered adverbial ἄφατος not uttered masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφατον — ἄφατος not uttered masc/fem acc sg ἄφατος not uttered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάτοις — ἄφατος not uttered masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάτου — ἄφατος not uttered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάτους — ἄφατος not uttered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάτων — ἄφατος not uttered masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάτῳ — ἄφατος not uttered masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφατα — ἄφατος not uttered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)