-
1 ἀτρομέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτρομέω
-
2 ἀτρόμητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτρόμητος
-
3 ἄτρομος
ἄτρομ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄτρομος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский