-
1 ατολμος
2несмелый, робкий, нерешительный(Pind., Thuc.; ἄ. καὴ μαλακός Dem.)
ἄ. εἰμι Aesch. — я не смею;ἄ. πρός τι Plut. — не отваживающийся на что-л. -
2 άτολμος
η, ο [ος, ον ] робкий, нерешительный -
3 άτολμος
[атолмос] εκ. нерешительный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άτολμος
-
4 άτολμος
[атолмос] επ нерешительный.
См. также в других словарях:
ἄτολμος — daring nothing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτολμος — η, ο (AM ἄτολμος, ον) [τόλμη] αυτός που δεν έχει τόλμη, ο δειλός … Dictionary of Greek
άτολμος, -η — ο αυτός που δεν έχει τόλμη, ο δειλός: Ήταν γυναίκα άτολμη, γι αυτό και πάντα υποχωρούσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτολμότερον — ἄτολμος daring nothing adverbial comp ἄτολμος daring nothing masc acc comp sg ἄτολμος daring nothing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄτολμος — ἄτολμος , ἄτολμος daring nothing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτολμοτέρων — ἄτολμος daring nothing fem gen comp pl ἄτολμος daring nothing masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτολμότατον — ἄτολμος daring nothing masc acc superl sg ἄτολμος daring nothing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτόλμως — ἄτολμος daring nothing adverbial ἄτολμος daring nothing masc/fem acc pl (doric) ἀ̱τόλμως , ἀτολμόω to be imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀτολμόω to be imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτολμον — ἄτολμος daring nothing masc/fem acc sg ἄτολμος daring nothing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτολμοτάτην — ἄτολμος daring nothing fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτολμοτάτου — ἄτολμος daring nothing masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)