-
1 tabansız
άτολμος, φοβητσιάρης -
2 yüreksiz
άτολμος, δειλός, λιγόψυχος -
3 трусливый
-
4 боязливый
боязливыйприл δειλός, φοβιτσιάρης, ἄτολμος:\боязливый взгляд τό φοβισμένο βλέμμα. -
5 дичиться
дичитьсянесов εἶμαι φοβιτσιάρης, εἶμαι ἀτολμος. -
6 робкий
роб||кийприл ἄτολμος, συνεσταλμένα, διστακτικός (несмелый)/ δειλός, φοβι-τσιάρης (боязливый)/ ντροπαλός (застенчивый):\робкий голос ἡ διστακτική φωνή· он не \робкийкого десятка δέν εἶναι ἀπ' αὐτούς πού φοβοδνται, δέν εἶναι φοβιτσιάρης. -
7 трусливый
труслив||ыйприл δειλος, ἄτολμος, φοβητσιάρικος:\трусливый человек ὁ φοβητσιάρης· \трусливый взгляд τό δειλο βλέμμα· бить не из \трусливыйого десятка δέν εἶμαι ἀπ' αὐτούς πού φοβούνται \трусливый поступок ἡ πράξη δειλίας. -
8 несмелый
επ., βρ: -смл, -а, -оάτολμος, διστακτικός, δειλός, κιοτής. -
9 пугливый
επ. βρ: -лив, -а, -оφοβιτσά-ρης, -ρικος• δειλός, λιπόψυχος• άτολμος, ψοφοδεής. -
10 робкий
επ., βρ: -бок, -бка, -бко; робче; διστακτικός, άτολμος, ευπτόητος• φοβητσά-ρης, -ρικος, δειλός. -
11 трусливый
επ., βρ: -лив, -а, -оδειλός, φοβητσιάρης, άτολμος, λιπόψυχος, λιγόψυχος, ψοφοδεής.εκφρ.не -го десятка – δεν είναι από εκείνους που φοβούνται, είναι τολμηρός. -
12 Cowardly
adj.P. and V. δειλός, κακός, ἄτολμος, πονηρός, P. φοβερός, ἄνανδρος, Ar. and P. μαλακός, V. ἄψυχος, φιλόψυχος, ἄναλκις, ἄσπλαγχνος, κακόσπλαγχνος, Ar. and V. μαλθακός.In a cowardly way: P. ἀνάνδρως, φοβερῶς.Make cowardly, v. trans.: V. κακίζειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cowardly
-
13 Faint-hearted
adj.Not eager: P. ἀπρόθυμος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Faint-hearted
-
14 Initiative
subs.Daring: P. and V. τόλμα, ἡ.Since the initiative always rests with them: P. ἐπʼ ἐκείνοις ὄντος ἀεὶ τοῦ ἐπιχειρεῖν (Thuc. 3, 12).On his own initiative: P. ἀφʼ ἑαυτοῦ γνώμης.Take the initiative, v.: P. and V. ἄρχειν.Be first: P. and V. φθάνειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Initiative
-
15 Nervous
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Nervous
-
16 Timid
adj.P. φοβερός, περιδεής.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Timid
-
17 Unenterprising
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Unenterprising
-
18 diffident
1) άτολμος2) διστακτικός -
19 meek
1) άτολμος2) πειθήνιος3) πράος
См. также в других словарях:
ἄτολμος — daring nothing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτολμος — η, ο (AM ἄτολμος, ον) [τόλμη] αυτός που δεν έχει τόλμη, ο δειλός … Dictionary of Greek
άτολμος, -η — ο αυτός που δεν έχει τόλμη, ο δειλός: Ήταν γυναίκα άτολμη, γι αυτό και πάντα υποχωρούσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτολμότερον — ἄτολμος daring nothing adverbial comp ἄτολμος daring nothing masc acc comp sg ἄτολμος daring nothing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄτολμος — ἄτολμος , ἄτολμος daring nothing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτολμοτέρων — ἄτολμος daring nothing fem gen comp pl ἄτολμος daring nothing masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτολμότατον — ἄτολμος daring nothing masc acc superl sg ἄτολμος daring nothing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτόλμως — ἄτολμος daring nothing adverbial ἄτολμος daring nothing masc/fem acc pl (doric) ἀ̱τόλμως , ἀτολμόω to be imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀτολμόω to be imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτολμον — ἄτολμος daring nothing masc/fem acc sg ἄτολμος daring nothing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτολμοτάτην — ἄτολμος daring nothing fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτολμοτάτου — ἄτολμος daring nothing masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)