-
1 ἄσπονδος
-
2 ἀ-σπονδεί
-
3 ἀ-κήρυκτος
ἀ-κήρυκτος, 1) nicht durch einen Herold angesagt, πόλεμον ακήρυκτον ἐπέφερον Ἀϑηναίοις Her. 5, 81, sie überzogen die Athener ohne Ankündigung mit Krieg; πόλεμος ἄσπονδος καὶ ἀκήρυκτος, ein Krieg, in dem kein Herold mit Friedensanträgen angenommen wird, unversöhnlich, Xen. Hell. 6, 4, 21; An. 3, 3, 5; Plat. Legg. I, 262 a; Dem. 18, 262; ἔχϑρα Plut. Pericl. 30; Luc. ἄσπονδα καὶ ἀκήρυκτα πάντα Pisc. 36. – 2) nicht durch einen Herold ausgerufen, gepriesen, Aesch. 3, 230 ἀστεφάνωτοι καὶ ακήρυκτοι γίγνεσϑε. Aehnlich ἀκήρυκτος μένει Soph. Tr. 45, er bleibt, ohne Nachricht von sich zu geben; σῶμα ἀκήρυκτον Eur. Heracl. 91, ungekannt, ruhmlos. Dah. Nonn. heimlich, z. B. 48, 653. – Adv. ἀκηρύκτως ἐφοίτων παρ' ἀλλήλους, ohne Herold mit einander verkehren, Thuc. 1, 146; vgl. τὸ ακ. τῆς ὁδοῦ App. Mithrid. 104.
-
4 ἀ-διά-λυτος
-
5 ἄ-σπειστος
ἄ-σπειστος, durch kein Opfer zu versöhnen, unerbittlich, wie ἄσπονδος, ἔχϑρα, Suid.; ἀνίδρυτος, ἄμικτος Dem. 25, 52; vgl. Plut. Num. 12.
См. также в других словарях:
ἄσπονδος — without masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσπονδος — η, ο (AM ἄσπονδος, ον) [σπονδή] αυτός που δεν δέχεται σπονδές, που δεν δέχεται συνδιαλλαγή, ο αδιάλλακτος, ο σκληρός («άσπονδος εχθρός», «άσπονδο μίσος», «ἀσπόνδους ἔχθρας», «άσπονδη εχθρότητα) νεοελλ. φρ. «άσπονδοι φίλοι» για ανθρώπους που… … Dictionary of Greek
άσπονδος — η, ο εκείνος με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να συνθηκολογήσει, αδιάλλακτος: Χρόνια τώρα ήταν άσπονδοι εχθροί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσπόνδως — ἄσπονδος without adverbial ἄσπονδος without masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπονδον — ἄσπονδος without masc/fem acc sg ἄσπονδος without neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπονδοτάτους — ἄσπονδος without masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπονδότατος — ἄσπονδος without masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπόνδοις — ἄσπονδος without masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπόνδοισι — ἄσπονδος without masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπόνδοισιν — ἄσπονδος without masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπόνδου — ἄσπονδος without masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)