Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἄσπονδος

См. также в других словарях:

  • ἄσπονδος — without masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσπονδος — η, ο (AM ἄσπονδος, ον) [σπονδή] αυτός που δεν δέχεται σπονδές, που δεν δέχεται συνδιαλλαγή, ο αδιάλλακτος, ο σκληρός («άσπονδος εχθρός», «άσπονδο μίσος», «ἀσπόνδους ἔχθρας», «άσπονδη εχθρότητα) νεοελλ. φρ. «άσπονδοι φίλοι» για ανθρώπους που… …   Dictionary of Greek

  • άσπονδος — η, ο εκείνος με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να συνθηκολογήσει, αδιάλλακτος: Χρόνια τώρα ήταν άσπονδοι εχθροί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσπόνδως — ἄσπονδος without adverbial ἄσπονδος without masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσπονδον — ἄσπονδος without masc/fem acc sg ἄσπονδος without neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπονδοτάτους — ἄσπονδος without masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπονδότατος — ἄσπονδος without masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπόνδοις — ἄσπονδος without masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπόνδοισι — ἄσπονδος without masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπόνδοισιν — ἄσπονδος without masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπόνδου — ἄσπονδος without masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»