-
1 ἄσιλλα
-
2 ασιλλα
ἡ коромысло Arst. -
3 ἄσιλλα
ἄσιλλα, ἡ,A yoke, like that of a milk-man, to carry baskets, pails, etc., Simon.163;ἄ. ἐπωμίους ἀνελόμενοι Alciphr.1.1
(prob.). -
4 ἄσιλλα
ἄσιλλα, das über dem Nacken auf beiden Schultern ruhende Tragholz, die Trage -
5 ἄσιλλα
Grammatical information: f.Meaning: `yoke, to carry baskets etc.' (Simon.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unexplained, prob. a loan (Schwyzer 308). Improbable Semitic etymology Lewy Fremdw. 110. Most prob. a substr. word; for - λλα cf. ἅμιλλα.Page in Frisk: 1,162Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄσιλλα
-
6 ασίλλας
-
7 ἀσίλλας
-
8 άσιλλαν
-
9 ἄσιλλαν
См. также в других словарях:
άσιλλα — ἄσιλλα, η (Α) ξύλο που το στήριζαν στους ώμους για να μεταφέρουν σακιά, δοχεία κ.λπ. κρεμασμένα από τα δύο άκρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ., όχι όμως σημιτικής προελεύσεως, όπως υποστηρίχθηκε] … Dictionary of Greek
ἀσίλλας — ἀσίλλᾱς , ἄσιλλα yoke fem acc pl ἀσίλλᾱς , ἄσιλλα yoke fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσιλλαν — ἄσιλλα yoke fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασιλλοφόρος — ο αυτός που μεταφέρει κάτι έχοντας άσιλλα* στους ώμους του … Dictionary of Greek
ασιλλοφορώ — ἀσιλλοφορῶ ( έω) (Α) χρησιμοποιώ άσιλλα* για τη μεταφορά φορτίου … Dictionary of Greek