Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄσιλλα

См. также в других словарях:

  • άσιλλα — ἄσιλλα, η (Α) ξύλο που το στήριζαν στους ώμους για να μεταφέρουν σακιά, δοχεία κ.λπ. κρεμασμένα από τα δύο άκρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ., όχι όμως σημιτικής προελεύσεως, όπως υποστηρίχθηκε] …   Dictionary of Greek

  • ἀσίλλας — ἀσίλλᾱς , ἄσιλλα yoke fem acc pl ἀσίλλᾱς , ἄσιλλα yoke fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσιλλαν — ἄσιλλα yoke fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασιλλοφόρος — ο αυτός που μεταφέρει κάτι έχοντας άσιλλα* στους ώμους του …   Dictionary of Greek

  • ασιλλοφορώ — ἀσιλλοφορῶ ( έω) (Α) χρησιμοποιώ άσιλλα* για τη μεταφορά φορτίου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»