Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἄσαρ

См. также в других словарях:

  • Ασάρ, Μαρσέλ — (MarcelΑchard, Σεν Φουαλέ, Λιόν 1899 – Παρίσι 1975). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Άρχισε να γράφει νεότατος για το θέατρο και γρήγορα καθιερώθηκε ως συγγραφέας κωμωδιών, που ανέβηκαν από τον θίασο του Σαρλ Ντιλέν και του χάρισαν φήμη και επιτυχία …   Dictionary of Greek

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • Ασάμ — (Assam).Ομόσπονδο κράτος (78.523 τ. χλμ., 27.200.000 κάτ. το 2002) της Ινδίας, στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της Ινδίας και συνορεύει ΒΔ με το Μπουτάν, Β με την Κίνα, Α με τη Μυανμάρ, Δ και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • Μαρώνεια — I Αρχαία παραλιακή πόλη της Θράκης. Βρισκόταν στις νοτιοδυτικές πλαγιές του όρους Ίσμαρος, στον όρμο του Αγίου Χαραλάμπους. Μυθολογικός οικιστής της θεωρείται ο Μάρων (βλ. λ.). Η Μ. ιδρύθηκε από αποίκους της Χίου, στο α’ μισό του 7ου αι. π.Χ.… …   Dictionary of Greek

  • Νιμρούδ — Ονομασία λοφίσκων της Ασσυρίας, οι οποίοι αποτελούν τα τελευταία των αντερεισμάτων του όρους Τζεμπέλ Μακλούμπ και βρίσκονται στη συμβολή των ποταμών Τίγρη και Άνω Ζαμπ, νότια της αρχαίας Νινευί. Τα ερείπια που υπάρχουν στην περιοχή αυτή,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»