-
1 άρνυσθαι
-
2 ἄρνυσθαι
-
3 κράτος
κράτος [pron. full] [ᾰ], [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [full] κάρτος, εος, τό, both in Hom.; [dialect] Aeol. [full] κρέτος Alc.25:—A strength, might, in Hom. esp. of bodily strength,ἔπεφνε δόλῳ, οὔ τι κράτεΐ γε Il.7.142
;ἔχει ἥβης ἄνθος, ὅ τε κ. ἐστὶ μέγιστον 13.484
, etc.; τὸ γὰρ αὖτε σιδήρου γε κ. ἐστίν this (i.e. τὸ βάψαι ) is what gives strength to iron, Od.9.393: generally,δικαία γλῶσσ' ἔχει κ. μέγα S.Fr.80
;μηχανῆς ἔστω κ. A.Supp. 207
; κατὰ κράτος with all one's might or strength,πολιορκεῖσθαι Th.1.64
; ;ἐξελέγχεσθαι D.34.20
, etc.: freq. in phrase αἱρεῖν κατὰ κ. take by storm, Th.8.100, Isoc.4.119, etc.; alsoἀνὰ κράτος διώκειν X. Cyr.1.4.23
;ἐλαύνειν Id.An.1.8.1
, etc.;ἀπὸ κράτους D.S.17.34
; πρὸς ἰσχύος κράτος, opp. λόγῳ, S.Ph. 594.II power, τοῦ γὰρ κ. ἐστὶ μέγιστον, of Zeus, Il.2.118, etc.;τοῦ γὰρ κ. ἔστ' ἐνὶ οἴκῳ Od.1.359
, cf. Il.12.214;Ζηνὸς κ. Pi.O.6.96
, cf. A.Pr. 527 (lyr.); ἐκπίπτειν κράτους, of Zeus, ib. 948;τὸ κ. τοῦ θεοῦ LXX Ps.61(62).11
, etc.: pl.,ὑποχείριος κράτεσιν ἀρσένων A.Supp. 393
(lyr.), cf. S.Ant. 485; esp. of political power, rule, sovereignty, l.c.;τὸ κ. περιθεῖναί τινι Hdt.1.129
;ἐς τὸ πλῆθος φέρειν τὸ κ. Id.3.81
; τὸ πᾶν κ. ἔχειν to be all- powerful, Id.7.3;ἀρχὴ καὶ κ. τυραννικόν S.OC 373
; βασιλεὺς πρῶτος ἐν κράτει Ὀδρυσῶν ἐγένετο in real power, Th.2.29; laterτὸ κ. τῶν Ῥωμαίων POxy. 41i2
(iii/iv A. D.): in pl.,κράτη καὶ θρόνους S.Ant. 173
, cf. OT 586, etc.; θρόνων κράτη sovereign power, Id.Ant. 166.2 c. gen., power over,τὸ Περσέων κ. ἔχοντα Hdt.3.69
;τὸ κ. εἶχε τῆς στρατιῆς Id.9.42
;πᾶν κ. ἔχων χθονός A.Supp. 425
(lyr.);τῶν ἄλλων δαιμόνων E.Tr. 949
;δὸς κ. τῶν σῶν δόμων A.Ch. 480
;δωμάτων ἔχειν κ. Ar.Th. 871
;τὸ τῆς θαλάσσης κ. Th.1.143
;μετὰ κράτους τῆς γῆς Id.8.24
; ὧν ἂν ᾖ τὸ κ. τῆς γῆς whoever have possession of the land, Id.4.98;κ. ἔχειν ἑαυτοῦ Pl.Plt. 273a
: pl.,ἀστραπᾶν κράτη νέμων S.OT 201
(lyr.).III mastery, victory, freq. in Hom., Il.1.509, 6.387, Od.21.280;κ. ἄρνυσθαι S.Ph. 838
(lyr.);νίκη καὶ κράτη A.Supp. 951
; ἀέθλων κ. victory in.., Pi.I. 8(7).4;νίκη καὶ κ. τῶν δρωμένων S.El.85
; κ. ἀριστείας the meed of highest valour, Id.Aj. 443;νίκη καὶ κ. πολεμίων Pl.Lg. 962a
;κ. πολέμου καὶ νίκη D.19.130
.IV Medic., in pl., ligaments, Hp.Mul. 2.167.2 = ταρσός, back of the hand, Poll.2.144.V Pythag. name for ten, Theol.Ar.59.—This word and its derivs. take two forms, κρατ- and καρτ-; the latter is mostly [dialect] Ep., as κάρτος, κάρτιστος, καρτύνω, but in κρατερός and καρτερός the reverse holds, v. κρατερός fin.; κρατέω, κρατύς have no form καρτ-. ( κρατ- and καρτ- from kṛt-, weak form of κρετ-, cf. κρέτος, κρέσσων.) -
4 μισθός
μισθός, ὁ,A hire, μισθῷ ἔπι ῥητῷ for fixed wages, Il.21.445; μισθοῖο τέλος the end of our hired service, ib. 450;μισθὸς.. εἰρημένος ἄρκιος ἔστω Hes.Op. 370
;θητεύειν ἐπὶ μισθῷ παρά τινι Hdt.8.137
, cf. 5.65;πείθειν ἐπὶ μ. Id.8.4
;μισθοῦ ἕνεκα ὑπηρετεῖν X.An.2.5.14
: gen. μισθοῦ for hire, S.Tr. 560, Th.4.124, 7.25, D.19.94;μ. στρατεύεσθαι Plb.3.109.6
; μισθὸν δοῦναι, διδόναι, πορίζειν, E.Andr. 609, HF19, Ar.Eq. 1019; ὡς ἐς ἑξήκοντα ναῦς μηνὸς μισθόν as a month's pay, Th.6.8;μισθοὺς μεγάλους ἔφερον Thgn.434
, cf. Ar.Ach.66;μ. λαβεῖν Hdt. 8.117
, E.IT 593, Th.8.83;δέχεσθαι X.Ap.16
;φέρεσθαι Id.Oec.1.4
; μ. πράττεσθαι exact it, Pi.O.10(11).29, Pl.Prt. 325b;μ. αἰτεῖν Id.R. 345e
; hire, μ. ὄνων, πλοίου, PAmh.2.126.11,37.b esp. at Athens, pay, allowance for public service, μ. δικαστικός Sch.Ar.V. 299;μ. ἐκκλησιαστικός Luc.Dem.Enc.25
; ὁ τῆς πρυτανείας μ. pay received during the prytany, Aeschin.1.123.2 physician's fee,μ. ἄρνυσθαι Arist.Pol. 1287a36
.II generally, recompense, reward, Il.10.304, etc.;ἀρετῆς μ. Pl.R. 363d
, cf. Ev.Matt.5.12, etc. -
5 ἄρνυμαι
ἄρνῠμαι, imper.Aἄρνυσο Sapph.75
, Trag.Adesp.4: [tense] fut. ἀρέομαι [ᾰ] Pi.P.1.75, [dialect] Att. , Aj.75, Pl.Lg. 969a: [tense] aor. 2 ἀρόμην [ᾰ] Il.11.625, 23.592 (augm. [ per.] 3sg. ἤρετο only as v.l. for ἤρατο, cf. ἀείρω); subj. ,ἄρηται Il.12.435
; opt.ἀροίμην 18.121
, S.El.34, etc.; inf.ἀρέσθαι Il.16.88
, S.Aj. 246 (lyr.); part. ἀρόμενος A.Eu. 168 (lyr.):—win, gain, esp. of honour or reward, in [tense] pres. and [tense] impf. often with additional idea of striving, ἀρνύμενος πατρός τε μέγα κλέος maintaining.., Il.6.446; ;κῦδος ἀρέσθαι 9.303
, Od.22.253, Pi.N.9.46;ἵν' οἴκαδε κέρδος ἄρηαι Hes.Op. 632
;οὐχ ἱερήϊον οὐδὲ βοείην ἀρνύσθην Il.22.160
;ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο 9.124
; ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων trying to win, striving to secure.., Od.1.5; exact, of atonement,τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ Il. 1.159
; ; simply, receive, ;ὧν.. τὴν μάθησιν ἄρνυμαι S.Tr. 711
, etc.;κράτος ἄρνυται Id.Ph. 838
(lyr.);τὴν δόκησιν ἄ. E.Andr. 696
;ἕλκος ἀρέσθαι Il.14.130
; = λαβεῖν inποδοῖν κλοπὰν ἀ. S.Aj. 247
(lyr.);ἄγος ἀ. A.Eu. 168
(lyr.); win reputation for..,δειλίαν ἀρῇ S.Aj.75
(cf. Hsch.);τόλμαν.. ἀρομένῳ Pi.N.7.59
: rare in Prose, exc. in the phraseμισθὸν ἄρνυσθαι Pl.Prt. 349a
, R. 346c, Lg. 813e, Arist.Pol. 1287a36, cf.ἀρ[ές]θαι μισθόν IG12(9).1273
- 4iii1 ([place name] Eretria); also Aër.17; δίκαν ηαρέσται καὶ δόμεν ( = λαβεῖν καὶ δοῦναι) IG9(1).334.32 ([dialect] Locr.);ζωὴν αἰσχρὰν ἄ.
strive to save,Pl.
Lg. 944c: rarely in bad sense, ἀρνύμενος λώβαν λύμας ἀντίποιν' ἐμᾶς reaping destruction as the penalty of.., E.Hec. 1073 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄρνυμαι
-
6 τῖμή
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τῖμή
-
7 ἄρνυμαι
Grammatical information: v.Meaning: `win, gain' (Il.).Other forms: Aor. ἀρέσθαιEtymology: Old nasal present ἄρνυμαι \< * h₂r-nu-, seen in Arm. arnum (aor. ar̄i) `take' and Av. ǝrǝnav- `grant'. (Hitt. arnuzi `move along' belongs to ὄρνυμι).Page in Frisk: 1,146Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄρνυμαι
См. также в других словарях:
ἄρνυσθαι — ἄρνυμαι win pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρνυμαι — ἄρνυμαι (Α) 1. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να διασώσω 2. αποκτώ, κερδίζω 3. (με κακή σημασία) παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ 4. εκλέγω, προτιμώ 5. μεταφέρω, ανέχομαι, σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ασθενής βαθμίδα αρχαίου ενεστώτα με επίθημα νυ , ο οποίος έχει άμεση… … Dictionary of Greek
μίσθαρνος — η, ο (Α μίσθαρνος, ον) νεοελλ. αυτός που αναλαμβάνει να εκτελέσει εργασία αποβλέποντας μόνο στη χρηματική αμοιβή την οποία θα λάβει, χωρίς να ενδιαφέρεται για ηθικές αξίες, αρχές και ιδέες και ιδίως αυτήν τού πατριωτισμού («μίσθαρνο όργανο τής… … Dictionary of Greek