-
1 άρμεν'
ἄρμενα, ἄρμεναtackle: neut nom /voc /acc plἄρμενα, ἀραρίσκωjoin: aor part mid neut nom /voc /acc pl (epic doric aeolic)ἄρμενε, ἀραρίσκωjoin: aor part mid masc voc sg (epic doric aeolic)ἄρμεναι, ἀραρίσκωjoin: aor part mid fem nom /voc pl (epic doric aeolic) -
2 ἄρμεν'
ἄρμενα, ἄρμεναtackle: neut nom /voc /acc plἄρμενα, ἀραρίσκωjoin: aor part mid neut nom /voc /acc pl (epic doric aeolic)ἄρμενε, ἀραρίσκωjoin: aor part mid masc voc sg (epic doric aeolic)ἄρμεναι, ἀραρίσκωjoin: aor part mid fem nom /voc pl (epic doric aeolic) -
3 Ἀρμενία
Ἀρμεν-ία, ἡ,A Armenia, ἡ μεγάλη andἡ μικρά Str.11.12.3
and 4 sq., cf. App.Mith. 105:—Adj. [full] Ἀρμένιος, α, ον, Armenian: also [full] Ἀρμενιακός, ή, όν, Str.11.14.12: -κόν, τό, apricot, Prunus Armeniaca, Dsc. 1.115, Gal.6.593 (also [full] Ἀρμενική (sc. μηλέα) Id.12.76): limestone coloured blue by copper carbonate,Id.
5.105;χρυσόκολλα Ἀ. Dsc.5.89
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀρμενία
-
4 Ἀρμενιάρχης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀρμενιάρχης
-
5 Ἀρμενιστί
Ἀρμεν-ιστί, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀρμενιστί
-
6 μετάρσιος
μετάρσιος, [dialect] Dor. [full] πεδάρσιος, ον, also α, ον Hdt.7.188, E.IT27: ([etym.] μεταίρω):—[dialect] Ion., poet., and in late Prose, as D.S.3.51, Ocell.3.1, J. AJ6.9.4, Porph. ap. Eus.PE3.9, for μετέωρος,A raised from the ground, high in air,ἐσπᾶτο γὰρ πέδονδε καὶ μ. S.Tr. 786
; μετάρσιοι χολαὶ διεσπείροντο melted into air, Id.Ant. 1009; λόγοι π. θρῴσκουσι are scattered to the winds, A.Ch. 846; ὑπὲρ πυρᾶς μ. ληφθεῖς' E.l.c.;μετάρσιον πλευρὰν ἔπαιρε Id.Hec.499
;μ. ἀναπτόμενος Ar.Av. 1382
; ναῦς ἄρμεν' ἔχοισα μ. having her sails hoisted, Theoc.13.68; τὰ μ., = μετέωρα, the sky, heavens, Thphr.Ign.3; but defined as τὰ μεταξὺ τοῦ αἰθέρος καὶ τῆς γῆς, opp. τὰ μετέωρα ( = τὰ ἐν οὐρανῷ), Ach.Tat.Intr. Arat.32; πῦρ μ., opp. αἴθριον, D.H.16.1; τὰ μ. also, birds of the air, J. l.c., cf. Porph. l.c.2 on the high seas, ὅσας δὲ τῶν νεῶν μεταρσίας ἔλαβε [ὁ ἄνεμος] Hdt. l.c.; νῆσος μ. a floating is land, Hecat.305 J.II metaph., high above this world,διὰ μούσας καὶ μ. ᾖξα E.Alc. 963
(lyr.);μ. ὕμνος IG3.770
: in bad sense, puffed up, elated, μ. τὴν ψυχὴν τηρεῖν Vett. Val.340.13;ἡ πάρος ἀγλαΐῃσι μ. AP5.272.1
(Agath.).III in Medic., of the breath, = μετέωρος 1.2,πνεῦμα Hp.Mul.2.130
; πνοὰς θερμὰς πνέω μετάρσι', οὐ βέβαια (neut. pl. as Adv.) E.HF 1093.2 of the face, puffed up, swollen, Hp.Mul.2.110.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετάρσιος
-
7 ἀποκλάω
A break off,τὸ κέρας Str.10.2.19
: [tense] aor. 2 part.ἀποκλάς Anacr.17
:—[voice] Med., AP7.506 (Leon.):—[voice] Pass.,σὺν ἱστίῳ.. ἄρμεν' ἀποκλασθέντα Theoc.22.14
.3 dub. sens. in Hp.Off.14 (s.v.l.).------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκλάω
См. также в других словарях:
ἄρμεν' — ἄρμενα , ἄρμενα tackle neut nom/voc/acc pl ἄρμενα , ἀραρίσκω join aor part mid neut nom/voc/acc pl (epic doric aeolic) ἄρμενε , ἀραρίσκω join aor part mid masc voc sg (epic doric aeolic) ἄρμεναι , ἀραρίσκω join aor part mid fem nom/voc pl (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφρός — Η συνάθροιση μικροσκοπικών φυσαλίδων που σχηματίζονται στην επιφάνεια του νερού ή άλλων υγρών, εξαιτίας διαφόρων αιτιών. Είναι μία κολλοειδής αιώρηση ενός αερίου μέσα σε ένα υγρό. Για να σχηματιστεί α. στην επιφάνεια του νερού, για παράδειγμα,… … Dictionary of Greek
μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… … Dictionary of Greek
σατίνη — ἡ, Α πολεμικός δίφρος, πολεμικό άρμα («ζυγίους ζεύξασα θεὰ σατίνας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για φρυγικό δάνειο (πρβλ. αρμεν. sayl «άρμα»). Ο τ. συνδέεται με τον τ. σάτιλλα «Πλειάς», επειδή ο αστερισμός έμοιαζε με άρμα, και ανάγεται πιθ.… … Dictionary of Greek
φάγρος — (I) ὁ, Α (κρητ. τ.) η ακόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. φάγρος μπορεί να συνδεθεί με το αρμεν. επιθ. bark (για γεύση) «πικρός, δριμύς», αλλά και «βίαιος, οργισμένος», πιθ. ως ουσιαστικοποιημένος τ. ενός επιθ. *φαγρός με… … Dictionary of Greek
φημί — ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α νεοελλ. (λόγια φρ.) «αυτός έφα» χρησιμοποιείται για να δηλώσει γνώμη που έχει εκφραστεί από αυθεντία, χωρίς να επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, και η οποία προέρχεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι… … Dictionary of Greek
άδην — ἅδην και ἄδην επίρρ. (Α) 1. μέχρι κορεσμού, μέχρι αηδίας 2. ασταμάτητα, ατελείωτα 3. ἅλις* 4. φρ. «ἅδην έχω τινός», είμαι χορτασμένος, «μπουχτισμένος» από κάτι, τό έχω βαρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἅδην ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sᾱ / sə «κόρος, κορεννύω,… … Dictionary of Greek
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… … Dictionary of Greek
άρμενα — τα (AM ἄρμενα) ναυτ. τα ξάρτια ιστιοφόρου, όλα τα απαραίτητα για το ταξίδι ιστιοφόρου (παροιμ., «χωρίς άρμενα και κουπιά, άι Νικόλα βόηθα» πρβλ. «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῑρα κίνει») μσν. νεοελλ. 1. τα πανιά του ιστιοφόρου 2. τα ιστιοφόρα («όλα τ άρμεν… … Dictionary of Greek