Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἄρκευθος

См. также в других словарях:

  • ἄρκευθος — juniper fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρκευθος — η (Α ἄρκευθος) είδος αγκαθωτού θαμνοειδούς κέδρου (Juniperus, γιουνίπερος). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. άρκευθος είναι ίσως ξένης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με τον τ. άρκυς* «δίχτυ», επειδή τα κλαδιά του φυτού προσφέρονται για πλέξιμο. Ο τ. φέρει …   Dictionary of Greek

  • ἀρκεύθω — ἄρκευθος juniper fem nom/voc/acc dual ἄρκευθος juniper fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκεύθοιο — ἄρκευθος juniper fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκεύθοις — ἄρκευθος juniper fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκεύθοισι — ἄρκευθος juniper fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκεύθου — ἄρκευθος juniper fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκεύθους — ἄρκευθος juniper fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκεύθων — ἄρκευθος juniper fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκεύθῳ — ἄρκευθος juniper fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρκευθον — ἄρκευθος juniper fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»