-
101 ἀρίστοισι
ἄριστονmorning meal: neut dat pl (epic ionic aeolic)ἀ̱ρίστοισι, ἄριστονmorning meal: neut dat pl (attic epic ionic aeolic)ἄριστοςbest: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
102 αρίστοισιν
ἄριστονmorning meal: neut dat pl (epic ionic aeolic)ἀ̱ρίστοισιν, ἄριστονmorning meal: neut dat pl (attic epic ionic aeolic)ἄριστοςbest: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
103 ἀρίστοισιν
ἄριστονmorning meal: neut dat pl (epic ionic aeolic)ἀ̱ρίστοισιν, ἄριστονmorning meal: neut dat pl (attic epic ionic aeolic)ἄριστοςbest: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
104 αρίστου
ἄριστονmorning meal: neut gen sg (epic)ἀ̱ρίστου, ἄριστονmorning meal: neut gen sg (attic)ἄριστοςbest: masc /neut gen sg -
105 ἀρίστου
ἄριστονmorning meal: neut gen sg (epic)ἀ̱ρίστου, ἄριστονmorning meal: neut gen sg (attic)ἄριστοςbest: masc /neut gen sg -
106 αρίστους
-
107 ἀρίστους
-
108 αρίστωι
ἀρίστῳ, ἄριστονmorning meal: neut dat sg (epic)ἀ̱ρίστῳ, ἄριστονmorning meal: neut dat sg (attic)ἀρίστῳ, ἄριστοςbest: masc /neut dat sg -
109 ἀρίστωι
ἀρίστῳ, ἄριστονmorning meal: neut dat sg (epic)ἀ̱ρίστῳ, ἄριστονmorning meal: neut dat sg (attic)ἀρίστῳ, ἄριστοςbest: masc /neut dat sg -
110 τάριστα
Ἄριστα, Ἀρίστηςmasc voc sg (doric)Ἄριστα, Ἀρίστηςmasc nom sg (epic doric)ἄριστα, ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc pl (epic)ἄ̱ριστα, ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc pl (attic)ἄριστα, ἄριστοςbest: neut nom /voc /acc pl -
111 τἄριστα
Ἄριστα, Ἀρίστηςmasc voc sg (doric)Ἄριστα, Ἀρίστηςmasc nom sg (epic doric)ἄριστα, ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc pl (epic)ἄ̱ριστα, ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc pl (attic)ἄριστα, ἄριστοςbest: neut nom /voc /acc pl -
112 ώριστε
-
113 ὤριστε
-
114 ώριστοι
-
115 ὤριστοι
-
116 βασιλεύς
βᾰςῐλεύς (βασιλεύς, -ῆος, -έι, -εῖ, -ῆι, -ῆα, -έ(α), -εῦ; -έες, -ῆες, -εῦσι(ν), - ῆας) of gods or men,1 king δεσπόταν, Συρακόσιον ἱπποχάρμαν βασιλῆα Hieron O. 1.23τὸ δ' ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσι O. 1.114
βασιλεὺς δ' ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα Aipytos O. 6.47 θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας Zeus O. 7.34 ἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί the family of Epharmostos of Opus O. 9.56 ξεναπάτας Ἐπειῶν βασιλεὺς Augeas O. 10.35 “εὕδεις, Αἰολίδα βασιλεῦ;” Bellerophon O. 13.67 Αἴτνας βασιλεῖ φίλιον ἐξεύρωμεν ὕμνον Deinomenes P. 1.60 ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν sc. of Aitna P. 1.68ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.14
ναοῦ βασιλεὺς Λοξίας P. 3.27
ὃς Συρακόσσαισι νέμει βασιλεύς Hieron P. 3.70 Κρονοῦ παῖδας βασιλῆας ἴδον i. e. the gods P. 3.94 παρ' ἀνδρὶ φίλῳ εὐίππου βασιλῆι Κυράνας Arkesilas P. 4.2σε πεπρωμένον βασιλἔ ἄμφανεν Κυράνᾳ P. 4.62
βασιλεὺς ἀνέμων Βορέας P. 4.181
“βασιλεύς, ὅστις ἄρχει ναός” Jason P. 4.229 βασιλεύς ἐσσι μεγαλᾶν πολίων (post ἐσσί distinxit Rose: i. e. Arkesilas) P. 5.15 ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί the dead kings of Cyrene P. 5.97 βασιλεὺς Γιγάντων Porphyrion P. 8.17 Ὑψέος εὐρυβία, ὃς Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦνβασιλεύς P. 9.14
οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ the gods N. 4.67ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα N. 4.84
Ζεὺς ἀθανάτων βασιλεύς N. 5.35
βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει N. 7.82
ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος Aiakos N. 8.7ἀθανάτων βασιλεὺς N. 10.16
Ζηνί τε ἅδον βασιλέι I. 8.18
ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 3. ] λαῶν ξενοδαίκτα βασιλῇος ἀτασθαλίᾳ κοτέων θαμά (βασιλῆ[ος] ὃς etiam possis: i. e. Laomedon) fr. 140a. 56 (30). ] βασιλη fr. 215c. 4. met., Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 1. τίς γὰρ θεῶν ναοῖσιν οἰωνῶν βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; (τὸν αἰετόν· φησὶ δὲ τὸ κατὰ τοὺς ναοὺς τῶν θεῶν ἀέτωμα. Σ.) O. 13.21 -
117 βλαστάνω
1 growβλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος O. 7.69
ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος N. 8.7
-
118 βουλά
βουλά (-άν; -αί, -ᾶν, -αῖς, -αῖσιν)a sing., plan, course of actionοὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν N. 10.89
b pl., counsels, designs, deliberationsἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους βουλαῖς ἐν ὀρθαῖσι Ῥαδαμάνθυος O. 2.75
αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.46
χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοιςδαιμόνων βουλαῖς I. 4.19
ἢ ἀμφὶ πυκναῖς Τειρεσίαο βουλαῖς; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας) I. 7.8 ]ν ὀρθαι τε β[ουλ]αι τοῦτον[ (supp. Lobel) Θρ. 4. 16. esp. opp. to action and youth,βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος παρέχοντι P. 2.65
κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς P. 3.30
θανέμεν χείρεσσιν ἢ βουλαῖς ἀκνάμπτοις P. 4.72
ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς P. 4.282
καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.119
Ἡσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαῖδας ὑπερτάτας P. 8.3
πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.27
ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος (τουτέστι, ἀνδρείᾳ καὶ φρονήσει. Σ.) N. 8.8 ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νεῶν ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. -
119 δίκαιος
δίκαιος (-ον; -οις· -ᾶν· -ῳ: adv. - ως) Θήρωνα ὄπῖ δίκαιον ξένων (Hermann: ὀπὶ vel ὄπι δίκαιον ξένον codd: ὄπιν δίκαιον ξένων Hartung: ὄπιδι δίκαιον ξένων Bury) O. 2.61νώμα δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν P. 1.86
δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων P. 4.280
μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (sc. Διόσκουροι) N. 10.54 ἀνδρῶν δικαίων Χρόνος σωτὴρ ἄριστος fr. 159. ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τεπρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
[ βιαιῶν τὸ δικαιότατον (v. 1. δικαιῶν τὸ βιαιότατον) fr. 169. 3.] adv., ]σφίσιν μάλα πρᾶξον [δι]καίως Pae. 8.12
-
120 εὐφροσύνα
εὐφροσύνα, ἐυφροσύνα1 joy ( Τάνταλος) εὐφροσύνας ἀλᾶται i. e. wanders from the path of happiness O. 1.58τὸν μὲν ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις εὐφροσύνας μέρος P. 3.98
Ἰάσων ξείνἰ ἁρμόζοντα τεύχων πᾶσαν ἐυφροσύναν τάνυεν P. 4.129
τῶν εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45
ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός N. 4.1
ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.10
pro pers., one of the Graces,ὦ πότνἰ Ἀγλαία φιλησίμολπέ τ' Εὐφροσύνα, θεῶν κρατίστου παῖδες O. 14.14
См. также в других словарях:
Ἄριστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄριστος — best masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… … Dictionary of Greek
άριστος — η, ο επίρρ. α 1. (για πρόσωπα), αυτός που εξέχει στο επάγγελμά του, που πρωτεύει, ο τέλειος: Θεωρούνταν άριστος επιστήμονας στην εποχή του. 2. (για πράγματα), αυτός που είναι πολύ εκλεκτός, υψηλής ποιότητας: Το ύφασμα αυτό είναι άριστης ποιότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μάντις δ’ ἄριστος ὅστις εἰκάζει καλῶς. — См. Верим охотно тому, чего желаем … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Καμπάνης, Άριστος — (Αθήνα 1883 – 1956). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Παρακολούθησε μαθήματα στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος με διάφορες εφημερίδες και… … Dictionary of Greek
ἀριστότερον — ἄριστος best adverbial comp ἄριστος best masc acc comp sg ἄριστος best neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρίστω — Ἄριστος masc nom/voc/acc dual Ἄριστος masc gen sg (doric aeolic) Ἀρίστης masc gen sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρίστως — ἄριστος best adverbial ἄριστος best masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤριστος — ἄριστος , ἄριστος best masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστᾶν — ἄριστος best masc/fem gen pl (doric) ἀ̱ριστᾶν , ἀριστάω take the pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀ̱ριστᾶν , ἀριστάω take the pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀ̱ριστᾶν , ἀριστάω take the pres part act masc nom sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)