Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἄριστος

  • 1 высокий

    высокий 1) (υ) ψηλός; μεγάλος (большой) \высокийого роста υψηλού αναστήματος' \высокийое давление η υψηλή πίεση·\высокийая температура (у больного) о ( μεγάλος) πυρετός \высокийие цены οι υψηλές τιμές 2) (превосходный) ανώτερος, άριστος ◇ \высокийие договаривающиеся сто роны дип. τα υψηλά συμβαλ λόμενα μέρη \высокий гость о υψη λός ξένος
    * * *
    1) (υ)ψηλός; μεγάλος ( большой)

    высо́кийого ро́ста — υψηλού αναστήματος

    высо́кийое давле́ние — η υψηλή πίεση

    высо́кийая температу́ра (у больного) — о (μεγάλος) πυρετός

    высо́кийие це́ны — οι υψηλές τιμές

    2) ( превосходный) ανώτερος, άριστος
    ••

    Высо́кие Догова́ривающиеся Сто́роны — дип. τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη

    высо́кий гость — ο υψηλός ξένος

    Русско-греческий словарь > высокий

  • 2 отличник

    отличник о αριστούχος* ο άριστος (на производстве)
    * * *
    м
    ο αριστούχος; ο άριστος ( на производстве)

    Русско-греческий словарь > отличник

  • 3 отличный

    отличный άριστος, υπέροχος* εκλεκτός; \отличныйого качества υψηλής ποιότητας
    * * *
    άριστος, υπέροχος; εκλεκτός

    отли́чного ка́чества — υψηλής ποιότητας

    Русско-греческий словарь > отличный

  • 4 дома

    επίρ.
    στο σπίτι•

    никого нет дома κανένας δεν είναι στο σπίτι•

    когда вас можно застать дома πότε μπορώ να! σας βρω στο σπίτι.

    εκφρ.
    как дома – όπως στο σπίτι σας (ελεύθερα, άνετα)•
    его нет дома – αυτός δεν είναι στο σπίτι•
    в гостях хорошо, а дома лучшеπαρμ. σπίτι μου σπιτάκι μου και σπιτοκαλυβάκι μου ή ιδία: εστία πάντων άριστος ή οίκος φίλος, οίκος άριστος (αρχ.)• у него не всё дома αυτός δεν είναι στα καλά του (λογικά του).

    Большой русско-греческий словарь > дома

  • 5 высокий

    высо́к||ий
    прил
    1. в разн. знач. ὑψηλός:
    \высокийого роста ὑψηλοῦ ἀναστήματος· \высокийое давление ὑψηλή πίεση/ ἡ ὑπέρταση, ἡ ὑπερπίεση [-ις] (гипертония)· ток \высокийого напряжения ρεϋμα ὑψηλής τάσεως· \высокийая температу́ра ἡ ὑψηλή θερμοκρασία/ ὁ ὑψηλός πυρετός (больного)· \высокийая вода ἡ ὕψωση τῶν ὑδάτων, ἡ πλημμύρα, ἡ φουσ-κονεριά· \высокийие цены οἱ ὑψηλες τιμές· \высокийая йота ἡ ὑψηλή νότα·
    2. (превосходный) ἀνώτερος, ἀριστος:
    \высокийого качества ἀνωτέρας ποιότητας·
    3. (значительный) ὑψηλός, μεγάλος:
    \высокийое звание ὁ ὑψηλός τίτλος· \высокийая ответственность ἡ μεγάλη εὐθύνη· \высокийая честь ἡ μεγάλη τιμἤ занимать \высокий пост κατέχω ὑψηλο ἀξίωμα (или μεγάλη θέση)· ◊ \высокий стиль τό μεγαλοπρεπές ὕφος· \высокий гость ὁ ὑψηλός ξένος· \высокийие договаривающиеся стороны дип. τά ὑψηλά συμβαλλόμενα μέρη· быть \высокийого мнения о чем-л. ἐκτιμώ πολύ, ἔχω περί πολλού.

    Русско-новогреческий словарь > высокий

  • 6 наилучший

    наилу́чш||ий
    прил καλλίτερος, ἀριστος:
    \наилучший способ ὁ καλλίτερος τρόπος· \наилучшийим образом μέ τόν καλλίτερο τρόπο.

    Русско-новогреческий словарь > наилучший

  • 7 отличник

    отличник
    м ὁ ἀριστοῦχος (в учебе)/ ὁ ἀριστος (на производстве).

    Русско-новогреческий словарь > отличник

  • 8 отличный

    отли́чн||ый
    прил
    1. (различный) уст. διαφορετικός, διάφορος·
    2. (превосходный) ἐξαίρετος, ἐξαίσιος / ἄριστος (о работнике и т. п.):
    у него́ \отличныйое здоровье ἔχει ἐξαίρετη ὑγεία· \отличныйое настроение ἡ πολύ καλή διάθεση.

    Русско-новогреческий словарь > отличный

  • 9 первосортный

    первосортный
    прил πρώτης ποιότητος, πρώτης τάξεως/ ἄριστος, θαυμάσιος (превосходный).

    Русско-новогреческий словарь > первосортный

  • 10 прекрасный

    прекрасн||ый
    прил
    1. (красивый) ὠραίος, θαυμάσιος, ὠραιότατος, πεντάμορφος:
    \прекрасныйое лицо́ τό ὠραιότατο πρόσωπο·
    2. (отличный) ἐξαίρετος, ἐξαιρετικός, Ιξοχος, ἄριστος:
    \прекрасныйый обед τό ἐξαίρετο γεῦμα· ◊ в одно́ \прекрасныйое утро μιαν ὠραία πρωία· \прекрасныйый пол τό ὠραίο φῦλο.

    Русско-новогреческий словарь > прекрасный

  • 11 совершенный

    совершенн||ый I
    1. прил (превосходный) τέλειος, ἔξοχος, ἄριστος·
    2. (абсолютный) ἀπόλυτος, πλήρης:
    \совершенныйая правда ἡ πλήρης ἀλήθεια· \совершенный дурак βλάκας μέ περικεφαλαία.
    совершенн||ый II
    прил грам.:
    \совершенный вид ἡ τετελεσμένη μορφή· прошедшее \совершенныйое ὁ ἀόριστος (χρόνος).

    Русско-новогреческий словарь > совершенный

  • 12 fine

    I 1. adjective
    1) ((usually of art etc) very good; of excellent quality: fine paintings; a fine performance.) ωραίος,εξαίρετος
    2) ((of weather) bright; not raining: a fine day.) καλός,λαμπρός
    3) (well; healthy: I was ill yesterday but I am feeling fine today!) θαυμάσια στην υγεία
    4) (thin or delicate: a fine material.) λεπτός, ευαίσθητος
    5) (careful; detailed: Fine workmanship is required for such delicate embroidery.) φίνος,περίτεχνος
    6) (made of small pieces, grains etc: fine sand; fine rain.) ψιλός
    7) (slight; delicate: a fine balance; a fine distinction.) λεπτός
    8) (perfectly satisfactory: There's nothing wrong with your work - it's fine.) εξαίρετος,άριστος
    2. adverb
    (satisfactorily: This arrangement suits me fine.) απόλυτα
    3. interjection
    (good; well done etc: You've finished already - fine!) ωραία
    - finery
    - fine art
    II 1. noun
    (money which must be paid as a punishment: I had to pay a fine.) πρόστιμο
    2. verb
    (to make (someone) pay a fine: She was fined $10.) επιβάλλω πρόστιμο

    English-Greek dictionary > fine

  • 13 prime

    I 1. adjective
    1) (first or most important: the prime minister; a matter of prime importance.) πρώτος,πρώτιστος,πρωταρχικός
    2) (best: in prime condition.) άριστος
    2. noun
    (the best part (of a person's etc life, usually early middle age): He is in his prime; the prime of life.) ακμή,άνθος
    - primarily
    - primary colours
    - prime minister
    - prime number
    - prime time
    3. adjective
    prime-time advertising.) διαφήμιση κατά τις ώρες υψηλής τηλεθέασης
    II verb
    (to prepare (something) by putting something into or on it: He primed (=put gunpowder into) his gun; You must prime (=treat with primer) the wood before you paint it.) γεμίζω(όπλο)/ασταρώνω(επιφάνεια)

    English-Greek dictionary > prime

  • 14 tip-top

    adjective (excellent: The horse is in tip-top condition.) πρώτης τάξεως, άριστος

    English-Greek dictionary > tip-top

  • 15 отличный

    [ατλίτσνυϊ] εκ. άριστος

    Русско-греческий новый словарь > отличный

  • 16 угодный

    [ουγκόντνυΐ] εκ. άριστος, βολικός

    Русско-греческий новый словарь > угодный

  • 17 отличный

    [ατλίτσνυϊ] επ άριστος

    Русско-эллинский словарь > отличный

  • 18 угодный

    [ουγκόντνυϊ] επ άριστος, βολικός

    Русско-эллинский словарь > угодный

  • 19 ас

    α.
    άσος, μοναδικός, άριστος.

    Большой русско-греческий словарь > ас

  • 20 высокий

    επ., βρ: -сок, -сока, -соко/ καιо/ко, -соки/ καιо/ки; выше; высший κ. высочайший.
    1. (υ)ψηλός, υψιτενής•

    высокий дом ψηλό σπίτι•

    высокий рост μεγάλο ανάστημα•

    -ая гора ψηλό βουνό•

    высокий потолок ψηλή οροφή•

    -ое дерево ψηλό δέντρο.

    2. μεγάλος•

    высокий урожай μεγάλη σοδειά•

    -ое напряжение υψηλή τάση (ηλεκ. ρεύματος)•

    -ая производительность труда υψηλή παραγωγικότητα της δουλειάς•

    -ое давление μεγάλη πίεση•

    -ая температура υψηλή θερμοκρασία.

    3. πολύ καλός, εξαιρετικός• άριστος•

    -ая оценка υψηλή εκτίμηση•

    товар -го качества εμπόρευμα εξαιρετικής ποιότητας.

    4. πολύ μεγάλος•

    -ая честь μεγάλη τιμή•

    высокий пост μεγάλο πόστο•

    -ое звание υψηλός τίτλος•

    -ая награда μεγάλο βραβείο•

    высокий гость ο μεγάλος φιλοξενούμενος (επισκέπτης).

    5. πανηγυρικός•

    высокий стиль υψηλό ύφος.

    6. (για ήχους) λεπτός,οξύς.
    εκφρ.
    высокий лоб – φαρδύ (ψηλό) μέτωπο•
    - ая грудь – ψηλό (ορθό) στήθος•
    быть -го’мнения – έχω καλή γνώμη (για κάποιον).

    Большой русско-греческий словарь > высокий

См. также в других словарях:

  • Ἄριστος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄριστος — best masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… …   Dictionary of Greek

  • άριστος — η, ο επίρρ. α 1. (για πρόσωπα), αυτός που εξέχει στο επάγγελμά του, που πρωτεύει, ο τέλειος: Θεωρούνταν άριστος επιστήμονας στην εποχή του. 2. (για πράγματα), αυτός που είναι πολύ εκλεκτός, υψηλής ποιότητας: Το ύφασμα αυτό είναι άριστης ποιότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μάντις δ’ ἄριστος ὅστις εἰκάζει καλῶς. — См. Верим охотно тому, чего желаем …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Καμπάνης, Άριστος — (Αθήνα 1883 – 1956). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Παρακολούθησε μαθήματα στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος με διάφορες εφημερίδες και… …   Dictionary of Greek

  • ἀριστότερον — ἄριστος best adverbial comp ἄριστος best masc acc comp sg ἄριστος best neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρίστω — Ἄριστος masc nom/voc/acc dual Ἄριστος masc gen sg (doric aeolic) Ἀρίστης masc gen sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίστως — ἄριστος best adverbial ἄριστος best masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤριστος — ἄριστος , ἄριστος best masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστᾶν — ἄριστος best masc/fem gen pl (doric) ἀ̱ριστᾶν , ἀριστάω take the pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀ̱ριστᾶν , ἀριστάω take the pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀ̱ριστᾶν , ἀριστάω take the pres part act masc nom sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»