-
21 ἐνστρέφω
A turn in:—[voice] Med., ἄρθρα ἐνστρέφεσθαι turn or move one's limbs, Hp.Dieb.Judic.8:—[voice] Pass., turn or move in,μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται Il.5.306
.2 c. acc. loci, σηκοὺς ἐνστρέφειν visit them, f.l. in E. Ion 300.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνστρέφω
-
22 ὑπάγω
ὑπάγω [ᾰ]:A trans., lead or bring under, ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους brought them under the yoke, yoked them, Il.16.148, cf. 23.291; ἴπποις (acc.)δ' ἄνδρες ὔπαγον ὐπ' ἄρματα Sapph.Supp. 20a
.17, cf. E.Hipp. 1194 in PLit.Lond.73 ( ἐπῆγε codd.); also simply,ἡμιόνους ὕπαγον Od.6.73
.2 bring under one's power, [οἱ θεοί] σε ὑπήγαγον ἐς χεῖρας τὰς ἐμάς Hdt.8.106
;ὑ. τινὰς εἰς δουλείαν Luc.Apol.3
:— [voice] Med., bring under one's own power, reduce,πόλιν Th.7.46
;τοὺς Θρᾷκας Luc.DDeor.18.1
, etc.3 subsume,ὑφ' ἓν μέρος λόγου τὰ ἄρθρα καὶ τὰς ἀντωνυμίας A.D.Synt.88.11
, cf. 235.7 ([voice] Pass.);πάντα τῷ τῆς μανίας ὀνόματι Luc.Abd.29
.4 bring forward in reply, in [voice] Pass., A.D.Conj. 251.9, Synt.73.11.5 subject,τὴν ἀρχομένην [διάθεσιν] τοῖς βοηθήμασιν Sor.2.38
:—[voice] Pass.,τῶν -ομένων τῇ διαίτῃ παθῶν Id.1.2
.II bring a person before the judgement-seat (the ὑπό refers to his being set under or below the judge), ὑ. τινὰ ὑπὸ δικαστήριον bring one before a court, i.e. accuse, impeach him, Hdt.9.93, cf. 6.72 ([voice] Pass.); ὑ. τινὰ ὑπὸ τοὺς ἐφόρους ib.82;οἱ -όμενοι εἰς ὑμᾶς X.HG2.3.28
;ὑ. τινὰ ἐς δίκην Th.3.70
; simply,ὑ. τινὰ ὡς ἐπιβουλεύοντα X.HG2.3.33
; ὑ. τινὰ θανάτου on a capital charge, ib.2.3.12, 5.4.24; θανάτου ὑπὸ τὸν δῆμον Μιλτιάδεα impeached him before the commons on a capital charge, Hdt.6.136: c. dat.,ὑ. τινὰς δικαστηρίοις Luc.Fug.11
:—[voice] Med.,τάνδ' ὑπάγεται Δίκα E.El. 1155
(lyr., dub. l., δίκαν codd.):—[voice] Pass., Phld.Rh. 2.140 S.: c. dat.,τοῖς τῆς.. πεπρωμένης.. νόμοις ὑπαχθέντα IG12(7).240.24
(Amorgos, iii A.D.);ὁ πένης ὑπάγεται τῷ νόμῳ Lib.Decl.36
tit.III lead on by degrees,τὰς κύνας X.Cyn.5.15
, cf. 10.4; draw or lead on by art or deceit, Hdt.9.94;τινὰ ἐπὶ κῶμον E.Cyc. 507
(lyr.); ὑ. τοὺς πολεμίους εἰς δυσχωρίαν draw them on by pretended flight, X.Cyr.1.6.37; ὑ. τοὺς πολεμίους ὑποφεύγοντες ib.3.2.8;τὸν ἐρῶντα τῷ ἐρωμένῳ ἀκολουθεῖν.., ὅπῃ ἂν ἐκεῖνος ὑπάγῃ Pl. Euthphr. 14c
;τίν' ὑπάγεις μ' ἐς ἐλπίδα; E.Hel. 826
;ὁ θεὸς ὑπῆγεν αὐτόν, ἵνα ἀφικόμενος.. δοίη δίκην Lys.6.19
; ἡ πέρδιξ.. ἀπὸ τῶν ῳῶν ὑπάγει (sc. ἄνθρωπον) Arist.HA 613b32: c. inf., σ' ὑπήγαγον εἰς χεῖρας ἐλθεῖν so as to come, E.Andr. 428:—[voice] Med., lead on for one's own advantage, but freq. much like the [voice] Act., lead on,ἐλπίσιν ὑπαγαγέσθαι τινά Isoc.5.91
, cf. X.An.2.4.3; ὑ. Θετταλοὺς εἰς δουλείαν reduce them, D.8.62; ὑ. τινὰς ἐς μάχην, ἐς φιλίαν, D.C.36.4, 42.39;ἐς φόρου συντέλειαν Hdn.6.2.1
; give one a lead in speech, E.Andr. 906, cf. X.An. 2.1.18:—[voice] Pass.,κατὰ μικρὸν ὑπαχθείς Isoc.5.1
; [ἐλπίσικαὶ θενακισμοῖς] ὑπαχθέντες D.5.10
(v.l. ἐπ- (; ὑπὸ τῆς ἀπάτης καὶ τῶν ἀλαζονευμάτων Aeschin.1.178
, etc.;εἰς ἔχθραν ὑπηγμένος ὑπότινος D.18.188
;ἐκλοιδορίας εἰς πληγάς Id.54.19
. (In this sense, ἐπάγω is freq. v.l.)IV take away from beneath, withdraw,τινὰ ἐκ βελέων Il.11.163
;ὕπαγε τὰς ἀκροβελίδας Archipp.10
:—[voice] Pass.,ὑπαγομένου κάτωθεν τοῦ χώματος Th.2.76
.3 carry off below, ὑ. τὴν κοιλίην purge the bowels, Hp.Morb.3.17, Aret.CA1.10;ὑ. τὴν γαστέρα Phryn.279
, Gal.6.353, al.; v. infr. B.111.B intr., go away, withdraw, retire,ὑπάγω φρένα τέρψας Thgn. 921
, cf. Ar.Av. 1017, AP9.341 (Glauc.); of an army, draw off or retire slowly, Hdt.4.120, 122, Th.4.126; of the lion,ὑπάγει βάδην Arist.HA 629b17
; ἂν φυτεύῃ καὶ ὑπάγῃ if he.. goes away, IG12(7).62.54 (Amorgos, iv B.C.); ὑπάγει αὔριον he is going ( = leaving, setting out) to-morrow, POxy.1291.11 (i A.D.);ὑπάγοντι εἰς Ἑρμοῦ πόλιν PLond.1.131.155
, 218, al. (i A.D.).II go forwards, draw on,ὕπαγ' ὦ, ὕπαγ' ὦ
on with you!E.
Cyc.52 (lyr.);ὕπαγε, τί μέλλεις; Ar. Nu. 1298
;ὑπάγεθ' ὑμεῖς τῆς ὁδοῦ Id.Ra. 174
;ὑ. εἰς τοὔμπροσθεν Eup.79
: also of an army, X.An.3.4.48, 4.2.16.2 later, in [tense] pres., simply go, opp. ἔρχομαι 'come',ὕπαγε Σατανᾶ Ev.Matt.4.10
; ὕπαγε, δεῖξον .. Ev.Marc.1.44; ἦσαν οἱ ἐρχόμενοι καὶ οἱ ὑπάγοντες πολλοί ib.6.31;ποῦ ὑπάγεις; Ev.Jo.16.5
;ἐν πλοίῳ ὑπάγοντι ἰς Ταπόσιριν Sammelb.7357.8
(iii A.D.); ὕπαγε ἰς πάντα τόπον ib.7452.7,19 (iii A.D.);καθ' ἡμέρα<ν> ὑπάγω παρὰ Σεραπιάδα BGU 38.17
(ii/iii A.D.): the [tense] aor. isἀπῆλθον, ὕπαγε.. καὶ ἀπῆλθε Ev.Matt.9.6
:— αὐτόματα ὑπάγοντα automata which go (from place to place), opp. στατά (those which perform actions while standing still), Hero Aut.1.2:—rare in LXX (and only in cod. <*>), To.8.21, al., Je.43(36).19.III Medic., of the bowels, to be open,κοιλίη ὑπάγουσα Hp.
Acut.(Sp.) 2, Gal.15.756; v. supr. A. IV. 3. -
23 κέδματα
Grammatical information: n. pl.Meaning: Hp.; acc. to Gal., Erot. and H. = αἱ χρονιώτεραι διαθέσεις νοσώδεις περὶ τὰ ἄρθρα;Derivatives: κεδματώδης (Hp. ap. Erot.; uncertain).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: By Prellwitz (and Bq) connected with κεδάσ(σ)αι `tear apart'; one would expect - κεδά(σ)ματα; it fits neither form nor meaning (DELG).Page in Frisk: 1,807-808Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κέδματα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄρθρα — ἄρθρον joint neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Σύμβολο πίστεως — Ένα από τα γραφτά μνημεία στα οποία στηρίζεται η ιερή παράδοση της χριστιανικής Εκκλησίας. Αποτελείται από 12 άρθρα. Το «Σ.π.» ονομάζεται και «σύμβολο Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως», γιατί τα 7 πρώτα άρθρα του θεσπίστηκαν στην A’ Οικουμενική Σύνοδο … Dictionary of Greek
αποκέντρωση — Σύστημα διοίκησης κατά το οποίο, χωρίς την προηγούμενη έγκριση των κεντρικών κυβερνητικών αρχών, ασκείται η κρατική εξουσία από όργανα που εδρεύουν γενικά μόνιμα στην περιφέρεια. Η άσκηση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων από περιφερειακά όργανα και… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
αράχνες — Αρθρόποδα που αποτελούν τη μεγαλύτερη τάξη της ομοταξίας των αραχνιδίων. Το σώμα τους αποτελείται κατά κανόνα από δύο μέρη, χωρίς αρθρώσεις, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με έναν λεπτό μίσχο: το μπροστινό μέρος, που αποκαλείται πρόσωμα… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
άρθρο — το 1. σύνδεση δύο σωμάτων, άρθρωση, κλείδωση: Έπαθαν αγκύλωση τα άρθρα των ποδιών του. 2. καθεμιά από τις ειδικότερες διατάξεις ενός επίσημου κειμένου (νόμου, συνθήκης, καταστατικού κτλ.): Το άρθρο 7 του νόμου ορίζει… 3. δημοσίευμα περιοδικού ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)