-
1 Αργιλος
-
2 Ἄργιλος
-
3 άργιλος
-
4 ἄργιλος
-
5 άργιλος
clayΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άργιλος
-
6 Αργιλον
-
7 Ἄργιλον
-
8 Αργίλου
-
9 Ἀργίλου
-
10 άργιλον
-
11 ἄργιλον
-
12 αργίλου
-
13 ἀργίλου
-
14 λευκάργιλλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκάργιλλος
-
15 λευκόγειος
A s.v. ἄργιλος; [suff] λευκο-γέως, ων, Str.9.5.18, Eust.332.21 (v.l. [full] λευκόγαιος):—of or with white earth, ll. cc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκόγειος
-
16 ἄργιλλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄργιλλος
-
17 σκάπτω
σκάπτω fut. σκάψω; 1 aor. ἔσκαψα. Pass.: 2 aor. ἐσκάφην; pf. ptc. ἐσκαμμένος (s. σκάμμα; Hom. Hymns, Thu. et al.; ins, pap; Is 5:6; TestJob 39:8, 11)① to dig into the ground, dig, intr. (Aristoph. et al.; BGU 1119, 23 [I B.C.] σκάπτειν καὶ ποτίζειν) σκάπτειν οὐκ ἰσχύω Lk 16:3 (s. texts cited in Wetstein; the proverbial expr. Aristoph., Av. 1432 σκάπτειν οὐκ ἐπίσταμαι and Galen, Protr. 13 p. 42, 1ff John: ἰσχύς enough to σκάπτειν. Digging is the hardest kind of work [Chariton 8, 8, 2; Appian, Liby. 15 §61]; an uneducated workman must engage in it [Diog. L. 7, 169; Ps.-Phoc. 158]). σκ. καὶ βαθύνειν (s. βαθύνω) 6:48 (Stephan. Byz. s.v. Ἄργιλος: σκάπτειν εἰς τὸ θεμελίους καταβαλέσθαι).② to dig for agricultural purposes, cultivateⓐ intr. περὶ αὐτήν dig around it (with a hoe or mattock) of a fig tree Lk 13:8 (cp. Diod S 5, 41, 6 περισκαπφείσης τ. γῆς ἀπὸ τῶν ῥίζων).ⓑ trans. dig (up), spade (up) τὶ someth. τὸν ἀμπελῶνα (Diod S 4, 31, 7; PLond II, 163, 33 p. 183 [I A.D.]) Hs 5, 2, 4. Pass. (Is 5:6) 5, 2, 5; 5, 6, 2.—B. 497. DELG.
См. также в других словарях:
Ἄργιλος — fem nom sg Ἄργιλος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άργιλος — Πέτρωμα που σχηματίζεται συνήθως από την απόθεση των πιο λεπτομερών υλικών που αιωρούνται μέσα στο νερό. Αυτά τα πάρα πολύ μικρά τεμαχίδια προέρχονται από την αποσάθρωση διαφόρων πετρωμάτων, που περιέχουν κυρίως ένυδρα πυριτικά ορυκτά του… … Dictionary of Greek
ἄργιλος — ἄργῑλος , ἄργιλλος white clay fem nom sg ἄργιλος white clay fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άργιλος — η χώμα ασπριδερό ή κοκκινωπό από πολύ ψιλούς κόκκους που χρησιμοποιείται στην αγγειοπλαστική και στην πλιθοποιία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀργίλου — Ἄργιλος fem gen sg Ἄργιλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄργιλον — Ἄργιλος fem acc sg Ἄργιλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγιόλικα — Κεραμικό είδος από λεπτή πορώδη και πλαστική άργιλο, με την οποία κατασκευάζονται οικιακά σκεύη, πλακίδια και καλλιτεχνικά αντικείμενα, τα οποία αφού στεγνώσουν και αδιαβροχοποιηθούν με το σύστημα της εφυάλωσης, τοποθετούνται σε ειδικά καμίνια… … Dictionary of Greek
ar(e)-ĝ- (arĝ-?), r̥ĝi- (*her-(e)-ĝ-) — ar(e) ĝ (arĝ ?), r̥ĝi (*her (e) ĝ ) English meaning: glittering, white, fast Deutsche Übersetzung: “glänzend, weißlich” Note: O.Ind. r̥ji pyá “ darting along “ epithet of the bird syená (“eagle, falcon”), Av. ǝrǝzi fya (cf. Gk … Proto-Indo-European etymological dictionary
Argilos — ( el. Άργιλος) is a municipal department of the city of Kozani in northern Greece. Located south west of the city centre, it has a population of 378 … Wikipedia
Kleine Ostkykladen — Lage der Kleinen Ostkykladen zwischen Naxos und Amorgos Als Kleine Ostkykladen (griechisch Μικρές Κυκλάδες ‚Kleine Kykladen‘) wird eine Gruppe kleiner Inseln innerhalb der Inselgruppe der Kykladen bezeichnet. Die Inseln liegen östlich und… … Deutsch Wikipedia
Kozani — Gemeinde Kozani Δήμος Κοζάνης (Κοζάνη) … Deutsch Wikipedia