-
1 Ἀραβάρχης
Ἀρᾰβ-άρχης, v. Addenda.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀραβάρχης
-
2 Ἀραβαρχία
Ἀρᾰβ-αρχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀραβαρχία
-
3 Ἀραβία
Ἀρᾰβ-ία, ἡ,A Arabia, Hdt.2.8, etc. (also, = κόσμος γυναικός, Hsch.): poet. [full] Ἀρραβία Theoc.17.86:—Adj. [full] Ἀράβιος, α, ον, Arabian,οἱ Ἀ. Hdt.1.198
, al.:—also [full] Ἀραβικός, ή, όν, χάραγμα PGen.29.8
(ii A. D.), Plu.Ant.69, Hsch.:—later [full] Ἄραβες (v. Ἄραψ):—pecul. fem. [full] Ἀραβίς, ίδος, Them.Or.34.56: [full] Ἀράβισσα, St.Byz. -
4 Ἀραβίζω
A take part with the Arabs, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀραβίζω
-
5 Ἀραβιστί
Ἀρᾰβ-ιστί, Adv.A in Arabic, Eust. ad D.P.954.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀραβιστί
-
6 πάταγος
Grammatical information: m.Meaning: `noise, roar, cracking produced by clashing, breaking etc.' (Il.).Derivatives: Beside it 1. παταγ-έω, also m. ἀντι-, ὑπο- a.o., `to make noise, to plash, to roar' (Alc. [ πατάγεσκε]), -ή f. (D. P., Longos), - ημα n. (Men.) = πάταγος. 2. πατάσσω, aor. πατάξαι, also m. ἐκ-, συν- a.o., `to knock, to beat, to hurt' (Il.; in Att. mostly aor. a. fut. act. to pres. τύπτω; Bloch Suppl. Verba 83ff.). 3. πατάξ interj. (Ar. Av. 1258; cf. on εὑράξ). 4. καπατᾳ̃ κατακόψεις. Πάφιοι H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: With πάταγ-ος: - έω several words are to be compared: κτύπ-ος: - έω, ἄραβ-ος: - έω, κέλαδ-ος: - έω, ῥοῖβδ-ος: - έω etc.; s. vv. w. lit. It cannot always be distinguished, whether the subst. or the verb is primary or the other way round. The γ-suffix as in the close λαλαγή, σμαραγέω ( Σμάραγος), οἰμωγή a.o. With πατάσσω agrees synonymous ἀράσσω; similar σπαράσσω, τινάσσω etc. (Schwyzer 733). Details on the formation in Porzig Satzinhalte 25. -- The onomatop. character of the expressive words is clear; connections outside Greek (Lat. quatiō a.o.; s. Bq and W.-Hofmann s.v.) do not convince. - Furnée 279 compares σπαταγγίζειν ταράσσειν H.; the word then may be Pre-Greek.Page in Frisk: 2,479-480Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πάταγος
См. также в других словарях:
Μοζάραβες — (αραβ. μουστά’ριμπα = εξαραβισμένοι). Όρος με τον οποίο συνηθίζεται να χαρακτηρίζονται οι χριστιανοί υπήκοοι των Αράβων της Ιβηρικής χερσονήσου. Πριν από τη μουσουλμανική εισβολή (8ος αι.), ο κελτο ιβηρικός πληθυσμός είχε διατελέσει υπό την… … Dictionary of Greek
Βασόρα — (αραβ. αλ Μπασράχ). Πόλη (περ. 450.000 κάτ.) του νοτιοανατολικού Ιράκ, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (19.070 τ. χλμ.). Είναι χτισμένη στον ποταμό Στα Αλ Αράμπ που σχηματίζεται από τη συμβολή των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη σε απόσταση περίπου… … Dictionary of Greek
Βηθλεέμ — (αραβ. Bayt Lahm). Πόλη (24.000 κάτ. το 2002) στη δυτική όχθη του ποταμού Ιορδάνη, χτισμένη στις βόρειες πλαγιές των ορέων της Ιουδαίας, σε ύψος 685 μ., περίπου 8 χλμ. ΝΔ της Ιερουσαλήμ. Η πόλη βρίσκεται υπό αμφισβητούμενη κατοχή του ισραηλινού… … Dictionary of Greek
Βηρυτός — (αραβ. Bayrϋt). Πόλη (1.156.000 κάτ. το 2002) του δυτικού Λιβάνου, πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Λιβάνου και της ομώνυμης διοικητικής περιφέρειας (17 τ. χλμ.). Η Β. βρίσκεται στις ακτές της ανατολικής Μεσογείου, στους πρόποδες των αντερεισμάτων… … Dictionary of Greek
Ιεριχώ — (αραβ. Ariha, εβρ. Yeriho). Πόλη (14.744 κάτ. το 1997) στη Δυτική Όχθη, Β της Νεκράς θάλασσας και Δ του Ιορδάνη ποταμού, σε απόσταση 22 χλμ. από την Ιερουσαλήμ. Το 1994 η Ι. ήταν η πρώτη πόλη της Δυτικής Όχθης που περιήλθε στην Παλαιστινιακή Αρχή … Dictionary of Greek
Καζαμπλάνκα — (αραβ. Dar al Baida, διεθν. Casablanca). Πόλη (3.397.000 κάτ. το 2003) του Μαρόκου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.615 τ. χλμ., 3.663.400 κάτ. το 2003). Βρίσκεται στην ακτή του Ατλαντικού και είναι η μεγαλύτερη πόλη της χώρας. Από το λιμάνι… … Dictionary of Greek
Καϊρουάν — (αραβ. Al Qayrawan, διεθν. Kairouan).Πόλη (110.280 κάτ. το 1998) της βορειοανατολικής Τυνησίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου κυβερνείου (6.712 τ. χλμ., 570.900 κάτ. το 2002). Η πόλη –μία από τις ιερές πόλεις του Ισλάμ– ιδρύθηκε το 670 μ.Χ. και στις… … Dictionary of Greek
Μωάμεθ — (αραβ. Μουχάματ, Μέκκα περ. 570 – Μεδίνα 632). Προφήτης και ιδρυτής του Ισλαμισμού. Για τη ζωή του Μ. η μόνη ασφαλής πηγή είναι το Κοράνιο, το οποίο όμως περιέχει ελάχιστο βιογραφικό υλικό. Ακολουθεί η Σίρα ή «Υποδειγματική ζωή» του προφήτη, που… … Dictionary of Greek
Νεκρά Θάλασσα — (αραβ. Al – Bahr, εβρ. Yam ha – Melah). Λιμναία λεκάνη (1.020 τ. χλμ.) της Παλαιστίνης, στο βαθύπεδο του Ελ Γορ. Ανήκει στην Ιορδανία, εκτός από το νοτιοδυτικό τμήμα που ανήκει στο Ισραήλ. Bρίσκεται περίπου 395 μ. κάτω από την επιφάνεια της… … Dictionary of Greek
Ντεντέρα — (αραβ. Νταντάρα). Κωμόπολη της Άνω Αιγύπτου, κοντά στα ερείπια της αρχαίας Τεντύρας. Κατά τη φαραωνική περίοδο υπήρχε εκεί ναός αφιερωμένος στην Αθώρ, θεά του χορού, της μουσικής και του έρωτα, που ταυτίστηκε γι’ αυτό με την Αφροδίτη. Ο ναός… … Dictionary of Greek
αλχημεία — Ψευδοεπιστήμη που ασκήθηκε κατά την τελευταία περίοδο της αρχαιότητας και τον Μεσαίωνα. Σκοπός της ήταν η μετατροπή οποιουδήποτε μετάλλου σε χρυσό, ενώ ορισμένοι κλάδοι της οδήγησαν σιγά σιγά στη σύγχρονη χημεία. Ετυμολογικά, η λέξη α. φαίνεται… … Dictionary of Greek