-
1 αραβος
-
2 ιαχη
иногда ἰακχή, дор. ἰαχά ἥ1) крик, шум(Δαναῶν ἰ. τε φόβος τε Hom.; ἰ. ἄραβός τ΄ ὀδόντων Hes.)
θεσπεσίῃ ἰαχῇ Hom. — с ужасным криком2) вопль, плач(πολύδακρυς Aesch.)
3) возглас ликования, радостный крик(παμφώνων ὑμεναίων Pind.)
βοᾶτε ἀοιδαῖς ἰαχαῖς τε νύμφαν Eur. — славьте песнями и кликами новобрачную4) звучание, звуки(κροτάλων τυμπάνων τε Hom.; αὐλῶν Plut.)
См. также в других словарях:
άραβος — ἄραβος, ο (Α) 1. το τρίξιμο των δοντιών 2. κρότος, χτύπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. άραδος) με επίθημα βος, η οποία ανήκει στη σημασιολογική ομάδα των λέξεων που δηλώνουν θόρυβο. Πρόκειται για εκφραστικές λέξεις, των οποίων η ετυμολογία … Dictionary of Greek
Ἄραβος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄραβος — gnashing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀράβων — Ἄραβος fem gen pl Ἄραβος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄραβον — Ἄραβος masc acc sg Ἄραβος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀράβοιο — Ἄραβος masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀράβοιο — ἄραβος gnashing masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀράβοις — Ἄραβος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀράβοις — ἄραβος gnashing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀράβου — Ἄραβος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀράβου — ἄραβος gnashing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)