-
101 ἀπό-στροφος
ἀπό-στροφος, 1) abgewandt, ὀμμάτων ἀποστρόφους αὐγὰς ἀπείρξω Soph. Ai. 69. – 2) wovon man sich abwendet, fürchterlich, die Furien, Orph. H. 70, 8. – 3) Bei Gramm. ἡ ἀπόστροφος, der Apostroph.
-
102 ἀπό-στιλψις
ἀπό-στιλψις, ἡ, Abglanz, Schol. Od. 8, 265.
-
103 ἀπό-σταγμα
ἀπό-σταγμα, τό, das Herabgetröpfelte, VLL.
-
104 ἀπό-σταλσις
ἀπό-σταλσις, ἡ, das Abschicken, Schol. Il. 10, 23.
-
105 ἀπό-στοργος
ἀπό-στοργος, = ἄστοργος, Plut.; ἀπεχϑής, Hesych.
-
106 ἀπό-στημα
ἀπό-στημα, τό, 1) Abstand, Entfernung, Arist. Eth. Nic. 1, 10, 5; Pol. 1, 9; ἐξ ἀποστήματος, aus der Ferne, 10, 30, 7. – 2) Absonderung; bei den Medic. Geschwür, Absceß.
-
107 ἀπό-στολος
ἀπό-στολος, abgesandt, weggeschickt, πλοῖον, Frachtschiff, Plat. Ep. VII, 346 a; Subst. a) ὁ ἀπ., der Bote, ἐς πόλιν ἐγένετο, Her. 1, 21; der Apostel, N. T. u. K. S.; übh. Reisender, bes. zur See, τριήρεϊ Her. 5, 38. – b) die Flotte, Lys. 19, 21; ἀπόστολον ἀφιέναι Dem. 3, 5. 18, 107 u. öfter; bes. die Ausrüstung, Absendung derselben, VLL. αἱ τῶν νεῶν ἐκπομπαί; auch Absendung einer Kolonie, Dion. Hal. 9, 59. – Nach Hesych. auch Flottenanführer; vgl. Luc. Dem. enc. 37.
-
108 ἀπό-συρμα
-
109 ἀπό-σφιγξις
ἀπό-σφιγξις, ἡ, das Zuschnüren, Einzwängung, Hippocr.
-
110 ἀπό-σφαγμα
ἀπό-σφαγμα, τό, σηπίας Ael. H. A. 1, 34, der beim Schlachten aufgefangene Sepiafast, sonst ὑπόσφαγμα.
-
111 ἀπό-σχασις
ἀπό-σχασις, ἡ, Aderlaß, Hippocr.
-
112 ἀπό-σχεσις
ἀπό-σχεσις, ἡ, Enthaltung, Enthaltsamkeit, Plut. de san. tu. p. 373.
-
113 ἀπό-σχισις
ἀπό-σχισις, ἡ, das Abspalten, Trennen, Hesych.
-
114 ἀπό-σχισμα
ἀπό-σχισμα, τό, das Abgespaltene, Getrennte, M. Anton. 4, 29.
-
115 ἀπό-σχολος
ἀπό-σχολος ( σχολή), die Schule vermeidend, Tim. Ph lias. 34.
-
116 ἀπό-σκωμμα
ἀπό-σκωμμα, τό, Spötterei, Hesych.
-
117 ἀπό-σεισις
ἀπό-σεισις, ἡ, das Abschütteln; ein unzüchtiger Tanz, Poll.
-
118 ἀπό-σκοπος
ἀπό-σκοπος, 1) von fern, od. von obenher betrachtend, spähend, Empedocl. 197. – 2) das Ziel verfehlend, unzweckmäßig, Sp.
-
119 ἀπό-σκηψις
ἀπό-σκηψις, ἡ, das Stützen; bes. Medic. das Versetzen der Krankheit in einen einzelnen Theil des Leibes.
-
120 ἀπό-σκημμα
ἀπό-σκημμα, τό, = ἀπόσκηψις, Aesch. frg. 17.
См. также в других словарях:
ἁπό — ἀπό , ἀπό ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπό — ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπο — ἀπό ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
από — πρόθεση, συντάσσεται με ονομαστική και αιτιατική (πολύ σπν., και μονάχα σε ορισμένες φράσεις, με γενική: «από γεννησιμιού», «από χρόνου», «από στραβού διαβόλου» κτλ.) και σημαίνει: 1. κίνηση από τόπο, απομάκρυνση, χωρισμό: Λείπει από το σπίτι. 2 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… … Dictionary of Greek
Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ λεπτοῦ φασὶ μίτου τὸ ζῆν ἠρτῆσθαι. — См. Висит на нитке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ τὸν ὄρθρον ἔφευγεν καὶ ἔμπροσθέν μου λοιτουργίαν εὗρον. — См. Из огня да в полымя … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ τῶν ἁπαλῶν ὅνυχων. — См. От младых ногтей … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ κακοῦ δανειστοῦ, κ’ὰν σακκίον ἀχύρου. — См. От худого должника хоть мякиною бери … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)