-
1 ἀπό-σφαγμα
ἀπό-σφαγμα, τό, σηπίας Ael. H. A. 1, 34, der beim Schlachten aufgefangene Sepiafast, sonst ὑπόσφαγμα.
-
2 ἀπόσφαγμα
См. также в других словарях:
υπόσφαγμα — άγματος, το / ὑπόσφαγμα, ΝΜΑ, και δ. γρφ. ὑπόσφιγμα, ίγματος, Α ιατρ. αιμάτωμα κάτω από τον βολβικό επιπεφυκότα αρχ. 1. είδος φαγητού από αίμα σφαγμένου ζώου, αναμεμιγμένο με διάφορα άλλα αρτύματα 2. το μελάνι τής σουπιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + … Dictionary of Greek